Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι ήταν Ιταλοί που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μπαρτολομέο έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Ιούνη του 1908 σε ηλικία 20 χρόνων. Την ίδια χρονιά έφτασε στη Βοστόνη και ο Νικόλα μαζί με τον αδελφό του Σαμπίνο, ωθούμενος από την εμπειρία ενός φίλου του πατέρα του που ζούσε στη Μασαχουσέτη. Ήταν μόλις 17 ετών. Γρήγορα ο Σαμπίνο πήρε το δρόμο της επιστροφής κι έτσι ο Νικόλα συνέχισε μόνος. Στα απομνημονεύματά του, που έγραψε στη φυλακή, με τίτλο «Η ιστορία της ζωής ενός προλετάριου», ο Βαντσέτι γράφει: «Μέσα στη μαύρη απελπισία πήρα την απόφαση να φύγω από την Ιταλία και να πάω στην Αμερική. Στις 9 του Ιούνη του 1908 αποχαιρέτησα τα αγαπημένα μου πρόσωπα... Ταξιδεύοντας δύο μέρες με τρένο μέσω Γαλλίας και μετά διασχίζοντας επί 7 μέρες τον ωκεανό, έφτασα στη γη της επαγγελίας. Η Νέα Υόρκη ξεπρόβαλλε απειλητικά στον ορίζοντα με όλο το μεγαλείο και την αυταπάτη της ευτυχίας που υποσχόταν. Απ' τη γέφυρα του πλοίου προσπαθούσα να δω μέσα απ' αυτό το πλήθος των κτιρίων που ξεπρόβαλλε ελκυστικό και συνάμα απειλητικό στα μάτια των στριμωγμένων αντρών και γυναικών της τρίτης θέσης. Στο σταθμό υποδοχής μεταναστών δοκίμασα την πρώτη μου μεγάλη έκπληξη. Είδα τους υπεύθυνους υπαλλήλους να μεταχειρίζονται τους επιβάτες της τρίτης θέσης σαν ζώα. Δεν είχαν ούτε έναν καλό ή παρηγορητικό λόγο για να ελαφρύνουν το βαρύ φορτίο του φόβου που ένιωθαν οι νιόφερτοι στις αμερικανικές ακτές. Η ελπίδα που παρέσυρε τους μετανάστες στη νέα γη, εξανεμίστηκε μετά την πρώτη τους επαφή με τους σκληρούς αυτούς υπαλλήλους. Τα παιδάκια, που θα 'πρεπε να 'ναι ενθουσιασμένα απ' την προσμονή, είχαν γαντζωθεί στα φουστάνια των μανάδων τους, κλαίγοντας τρομοκρατημένα. Τέτοιο ήταν το εχθρικό πνεύμα που πλανιόταν στους χώρους υποδοχής των μεταναστών. Θυμάμαι σαν τώρα που στεκόμουν μόνος σαν έφτασα στο Μπάτερι της Νέας Υόρκης, με τα φτωχικά μου υπάρχοντα, λίγα ρούχα δηλαδή και κάτι ψιλά στην τσέπη. Μέχρι χτες βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που με καταλάβαιναν. Το επόμενο πρωί μου φάνηκε πως ξύπνησα σε μια γη, στην οποία, για όποιον ήδη ζούσε εκεί, η γλώσσα μου δε σήμαινε τίποτα περισσότερο (στο βαθμό που είναι ζήτημα νοήματος) από τους γεμάτους παράπονο ήχους ενός άλαλου ζώου. Πού να πάω; Τι να κάνω; Αυτή ήταν η γη της επαγγελίας».
Ο Βαντσέτι ήταν ένας εργάτης που είχε κατανοήσει βαθιά την απελευθερωτική δύναμη της γνώσης και για το λόγο αυτό διάβαζε συνεχώς προσπαθώντας να εμβαθύνει διαρκώς πάνω στα προβλήματα της εποχής των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Ως εργάτης στα λατομεία στο Κονέκτικατ, ως ανειδίκευτος στο Γιάνγκσταουν, ως χαλυβουργός στο Πίτσμπουργκ, ως σιδηροδρομικός στη Μασαχουσέτη, ως πωλητής ψαριών στο Πλίμουθ είχε πάντοτε μαζί του ένα βιβλίο διψώντας για μάθηση και ελευθερία. «Πόσες νύχτες - έγραφε αργότερα στο κελί της φυλακής - πέρασα σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο στο φως του γκαζιού μέχρι το πρωί... Μόλις ακουμπούσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ακουγόταν η σφυρίχτρα κι έτρεχα πάλι στο εργοστάσιο ή στο λατομείο».
Οι Σάκο και Βαντσέτι ήταν ιδεολογικά και πολιτικά αναρχικοί και αγωνιστές στις τάξεις του εργατικού κινήματος. Στις 27 του Ιούνη του 1905 η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ίδρυσαν την Οργάνωση «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου». Σ' αυτό το εργατικό κίνημα αγωνίστηκαν ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Ταυτόχρονα, ξεχωριστή δράση ανέπτυξαν και για την υπεράσπιση των αλλοδαπών. Η τεράστια είσοδος μεταναστών στις ΗΠΑ είχε φέρει στην επιφάνεια το ρατσισμό. Οι μετανάστες αποτελούσαν τη φτηνή εργατική δύναμη. Ο ρατσισμός είχε κοινωνικά αίτια, αναπαραγόταν συνεχώς από το σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1915 επανασυστάθηκε η ρατσιστική οργάνωση Κου Κλουξ Κλαν που αρχικά είχε ιδρυθεί το 1866. Η αναδημιουργημένη Κου Κλουξ Κλαν είχε ως σκοπό της - όπως και η παλιά οργάνωση - να περιφρουρήσει την υπεροχή των λευκών αλλά απέκλειε από τις τάξεις της τους αλλοδαπούς, τους Εβραίους και τους καθολικούς.
Για τη δράση τους στο συνδικαλιστικό κίνημα και την υπεράσπιση των μεταναστών ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι μπήκαν στο μάτι των αρχών. Αλλά και για έναν άλλο λόγο: Εναντιώθηκαν και οι δύο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για να αποφύγουν τη στράτευση, μαζί με μια ομάδα Ιταλών, κατέφυγαν στο Μεξικό όπου έμειναν έως το τέλος του πολέμου. Εκεί φαίνεται πως ισχυροποιήθηκε και η φιλία τους.
Όλα ήταν στημένα
Λίγες ημέρες πριν τη σύλληψή τους, οι αρχές στη Νέα Υόρκη είχαν συλλάβει ένα φίλο των Σάκο και Βαντσέτι, τον Ιταλό τυπογράφο Αντρέα Σαλσέντο, τον οποίο κράτησαν παράνομα για οκτώ εβδομάδες. Η συνέχεια τραγική. Είτε από απόγνωση - είτε γιατί τον έσπρωξαν, ο Σαλσέντο από τον 14ο όροφο βρέθηκε στο πεζοδρόμιο του υπουργείου Δικαιοσύνης και όπως ήταν φυσικό η αγανάκτηση των ξένων πολιτικοποιημένων εργατών - ιδιαίτερα των Ιταλών - κορυφώθηκε. Οι Σάκο και Βαντσέτι άρχισαν να οργανώνουν συγκέντρωση διαμαρτυρίας γι' αυτό το ζήτημα, η οποία μάλιστα είχε οριστεί να γίνει στο Μπρόκτον στις 9 Μάη του 1920. Για τους σκοπούς της συγκέντρωσης (μετακινήσεις, προπαγάνδα κλπ) επιχείρησαν να πάρουν από το «Γκαράζ Τζόνσον» το αυτοκίνητο του Μπόντα και ακριβώς για τον ίδιο λόγο - για την περιφρούρηση της οργάνωσης της συγκέντρωσης - έπεσαν σε αντιφάσεις στην αστυνομία όταν τους συνέλαβε. Δεν ήθελαν να προδώσουν τους συντρόφους τους, ούτε και τις προετοιμασίες που γίνονταν. Στο πλαίσιο αυτής της συνωμοτικότητας πιθανόν δε χρησιμοποίησαν και άλλοθι που στην πορεία τούς ήταν απαραίτητα για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Όσο για το γεγονός ότι οπλοφορούσαν κατά τη σύλληψή τους, αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο για έναν μετανάστη εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ρατσισμός ήταν πλατιά εξαπλωμένος, η ζωή του κινδύνευε και, φυσικά είχε δικαίωμα να αμυνθεί.
Αρχικά η αστυνομία κατηγόρησε τους δύο φίλους για «επικίνδυνες ριζοσπαστικές δραστηριότητες» δεδομένου ότι βρήκε πάνω τους προκηρύξεις. Πολύ γρήγορα όμως τους συνέδεσε με ληστεία στο Σάουθ Μπρέιντρι. Μάλιστα επιχειρήθηκε η σύνδεσή τους και με μια άλλη παρόμοια ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Η υπόθεση πάντως που έμεινε στην ιστορία, γιατί σ' αυτή έριχνε το μεγάλο βάρος το καθεστώς - αλλά και γιατί σφράγιζε τη ζωή του Σάκο και του Βαντσέτι - ήταν αυτή της ληστείας Σάουθ Μπρέιντρι.
Η αστυνομία από την αρχή έκανε ό,τι μπορούσε για να χρεώσει τη ληστεία στους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Κατ' αρχήν παραβίασε όλη τη διαδικασία αναφορικά με την αναγνώρισή τους από αυτόπτες μάρτυρες.
Δικαστής των Σάκο και Βαντσέτι ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ένας ακραιφνής συντηρητικός που, όπως γράφει ο Εγκον Αϊς, «δεν έβλεπε τους "κόκκινους" σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ' ένα μίσος σχεδόν θρησκευτικό». Τόσο ο δικαστής, όσο και ο εισαγγελέας των αμερικανικών δικαστηρίων είναι πρωτίστως πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι επαγγελματίες δικαστικοί, διορίζονται από την πολιτική εξουσία και συχνά η σταδιοδρομία τους στα δικαστήρια είναι εφαλτήριο για να κάνουν καριέρα στην πολιτική.
Στη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι το δικαστικό σύστημα αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό. Ο δικαστής Θάγιερ ήταν εχθρός ακόμη και των πιο ακίνδυνων ριζοσπαστικών αντιλήψεων. Το ίδιο και ο εισαγγελέας Φρεντ Κάτσμαν. Στη δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής γιατί οι δύο κατηγορούμενοι δε μιλούσαν καλά την αγγλική γλώσσα. Όμως κι εδώ οι αρχές δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμεροληψίας. Μεταφραστής ήταν κουμπάρος του εισαγγελέα, αφού ο τελευταίος του είχε βαφτίσει το γιο. Επρόκειτο για έναν πρώην Ιταλό που παλιά ονομαζόταν Τζουζέπε Ρόσι και τώρα που είχε γίνει Αμερικανός τον φώναζαν Τζόζεφ Ρος. Ο Ρος ήταν τόσο μεροληπτικός στη διερμηνεία του σε βάρος των κατηγορουμένων που συχνά - πυκνά στη δίκη ο Σάκο γινόταν έξαλλος μαζί του αν και ήξερε λιγότερα αγγλικά από τον Βαντσέτι. Όταν αργότερα επιχειρήθηκε να εξεταστεί σε βάθος η αμεροληψία του Ρος, αυτής ήταν φυλακισμένος γιατί είχε πάρει χρήματα από Ιταλούς για να δωροδοκήσει Αμερικανούς υπαλλήλους.
Ο δικαστής Θάγιερ, την πέμπτη ημέρα της δίκης διόρισε πρόεδρο των ενόρκων, κάποιον, ανάμεσά τους, δήθεν τυχαία. Επρόκειτο για τον Ουόλτερ Ρίπλεϊ, που τότε ήταν αρχηγός της αστυνομίας στο Κουίνσι και γνωστός εχθρός των Ιταλών, που τους ανέφερε πάντοτε με το υβριστικό προσωνύμιο «Ντάγκο». Αυτός λοιπόν έμπαινε στο δικαστήριο, χαιρετούσε τη σημαία, πράγμα που έδειχνε τον ακραίο εθνικισμό του και τη βαθιά του προκατάληψη εναντίον των ριζοσπαστών και όλων αυτών που το καθεστώς τους ονόμαζε γενικά «κόκκινους». Μάλιστα δεν έκρυβε την αντιπάθειά του προς τους κατηγορούμενους και την πίστη του στην ενοχή τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες έγινε η δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι κι ασφαλώς δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται πως οι δύο κατηγορούμενοι ήταν καταδικασμένοι πριν ακόμη ξεκινήσει τις εργασίες του το δικαστήριο.
Η δίκη άρχισε στις 31 Μάη του 1921. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν εκεί αλυσοδεμένοι. Κατέθεσαν 107 μάρτυρες υπεράσπισης και 67 μάρτυρες κατηγορίας. Οι περισσότεροι δασκαλεμένοι από την αστυνομία για το τι θα καταθέσουν. Ο δικαστής Θάγιερ παρότρυνε τους ενόρκους να κρίνουν με βάση το κυρίαρχο πατριωτικό πνεύμα «Σας καλώ - έλεγε - να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εδώ με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού που έδειξαν οι στρατιώτες μας πέρα από τον ωκεανό».
Στις 14 Ιούλη του 1921 βγήκε η απόφαση. Οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι!
Η διεθνής αλληλεγγύη
Στις 29 Οκτώβρη του 1921 ξεκίνησε μια τεράστια εκστρατεία, η οποία - πλαισιωμένη από ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης σ' ολόκληρο τον κόσμο - στόχευε στην ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης.
Οι πρώτες εκδηλώσεις υποστήριξης στους Σάκο και Βαντσέτι ήρθαν από τη χώρα τους, την Ιταλία, όπως φανερώνει το γράμμα, που τον Αύγουστο του 1921 έστειλε η Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης Συνδικάτων της Ρώμης στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρτιγκ. Από τον Οκτώβρη, όμως, του 1921, η διεθνής εκστρατεία για τη σωτηρία των δύο αγωνιστών θα πάρει τεράστιες διαστάσεις, όταν, όπως γράφει ο Patric Kessel, «η Κομμουνιστική Διεθνής θα ρίξει στη ζυγαριά το βάρος της».
Έτσι, χάρη στη «Διεθνή Εργατική Βοήθεια», θα οργανωθεί ένα τεράστιο κίνημα συμπαράστασης στους Σάκο και Βαντσέτι. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Σοβιετική Ένωση, στη Γερμανία, στην Ινδία, στην Απω Ανατολή, στην Κεντρική και Νότιο Αμερική κ.ο.κ., εκατομμύρια εργάτες ζητούσαν την απελευθέρωση των δύο Ιταλών αγωνιστών. Το ίδιο και πολλοί διανοούμενοι όπως η Ντόροθι Πάρκερ, ο Μπέρναρντ Σο, ο Τζον Γκλασγουόρθι, ο Ανατόλ Φρανς, ο Ρομέν Ρολάν, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και πολλοί άλλοι.
Από δικαστικής απόψεως, η υπεράσπιση κατάφερε επί της ουσίας να τινάξει όλη τη σκευωρία στον αέρα. Απέδειξε ότι για να μπορέσει να στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση δεν είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία. Αποκάλυψε τους στημένους μάρτυρες. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς αναίρεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις που ενοχοποιούσαν τους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Η χαριστική βολή, όμως, ήρθε το φθινόπωρο του 1925, όταν ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι κι ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν είχαν καμία σχέση μ' αυτήν. Εντούτοις το καθεστώς δεν έλαβε τίποτα απ' όλα αυτά υπόψη. Από τον Οκτώβρη του 1921 έως τον Αύγουστο του 1927, έγιναν 7 αιτήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης και απορρίφθηκαν και οι επτά.
Έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22 Αυγούστου του 1927, Ο Σάκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και ο Βαντσέτι.
Τον Ιούλιο του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αγωνιστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκο και Βαντσέτι κατεδικάσθησαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μάικλ Δουκάκη, να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, την ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους - «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι».
«Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας - ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά - είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει - η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας...»(Μπαρτολομέο Βαντσέτι).