Η χρονιά που κρύφτηκε ο ήλιος
[ Νίκος Πράντζος / Κόσμος / 19.04.19 ]Πως εμπνεύστηκε ο Λόρδος Μπάυρον το «Σκοτάδι» και η Μαίρη Σέλλεϋ τον «Φρανκεστάιν»
Το 1816 οι πληθυσμοί της Δυτικής Ευρώπης και της Βορειοανατολικής Αμερικής βρέθηκαν αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες καιρικές συνθήκες. Ο ήλιος έμεινε για μήνες κρυμμένος πίσω από πυκνά πέπλα καταχνιάς, καθηλώνοντας τις θερμοκρασίες αρκετούς βαθμούς κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα. Συνεχείς βροχοπτώσεις και παγετοί κατέστρεψαν τις σοδειές, προξενώντας πείνα, επιδημίες και εξεγέρσεις. Η αιτία της κατάστασης αυτής έγινε κατανοητή πολλές δεκαετίες αργότερα: ήταν η έκρηξη του ηφαιστείου Τάμπορα στην άλλη άκρη της Γης, ένα χρόνο πριν. Όμως το φαινόμενο επηρέασε και την τέχνη και τη λογοτεχνία της εποχής, αφήνοντάς μας κάποια πολύ γνωστά αριστουργήματα.
Στις 10 Απριλίου του 1815, το νησί της Σουμπάβα στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (σημερινή Ινδονησία) τραντάχτηκε από την ισχυρότερη ηφαιστειακή έκρηξη που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα στα χρονικά. Η έκρηξη του όρους Τάμπορα απελευθέρωσε ενέργεια 50.000 φορές περισσότερη από την ατομική βόμβα της Χιροσίμα και τέσσερις φορές περισσότερη από την έκρηξη του ηφαιστείου Κρακατόα που εξερράγη σε ένα άλλο νησί της Ινδονησίας εβδομήντα χρόνια αργότερα.
Στην κλίμακα ηφαιστειακής εκρηκτικότητας που είναι βαθμονομημένη από το 0 ως το 8 η έκρηξη του Τάμπορα έφτανε το 7 και του Κρακατόα το 6. Ωστόσο, τα νέα του Κρακατόα έκαναν αμέσως το γύρο της Γης με τον τηλέγραφο, που ήταν σε χρήση από τη δεκαετία του 1830, ενώ τα νέα του Τάμπορα έκαναν μήνες να φτάσουν στην Ευρώπη με τα ιστιοφόρα της εποχής, κάτι που εξηγεί γιατί το Κρακατόα έγινε διάσημο ενώ το Τάμπορα παραμένει σχετικά άγνωστο.
Οι εκρήξεις ακούστηκαν σαν κανονιές σε αποστάσεις μεγαλύτερες από 2500 χιλιόμετρα. Εκατό κυβικά χιλιόμετρα από στάχτη, σκόνη, βράχια και υπέρθερμα αέρια με συνολική μάζα εκατό δισεκατομμυρίων τόνων τινάχτηκαν μέχρι σαράντα τρία χιλιόμετρα ψηλά στη στρατόσφαιρα. Μια περιοχή με ακτίνα 600 χιλιομέτρων γύρω από το ηφαίστειο και επιφάνεια ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων, διπλάσια σε έκταση από τη Γαλλία, βυθίστηκε για δυο μερόνυχτα σε απόλυτο σκοτάδι.
Ο μισός πληθυσμός της Σουμπάβα και χιλιάδες κάτοικοι από τα γειτονικά νησιά Μπαλί και Λόμποκ, σχεδόν 100.000 χιλιάδες άτομα συνολικά, χάθηκαν από την έκρηξη, Οι περισσότεροι θάφτηκαν κάτω από ένα στρώμα τέφρας, ένας σημαντικός αριθμός πνίγηκε από το τσουνάμι ύψους τεσσάρων μέτρων που κατέκλυσε τις ακτές των γειτονικών νησιών και πολλοί χάθηκαν από το διοξείδιο του θείου που μόλυνε τον αέρα και τα νερά της περιοχής, καίγοντας τα πνευμόνια τους και δηλητηριάζοντάς τους.
Κάπου ογδόντα εκατομμύρια τόνοι από το αέριο διοξείδιο του θείου εκτοξεύτηκαν στη στρατόσφαιρα, το στρώμα της ατμόσφαιρας που βρίσκεται σε απόσταση 10 έως 50 χιλιόμετρα από το έδαφος. Μέσα σε δυο εβδομάδες, οι άνεμοι είχαν διασκορπίσει το αέριο αυτό σε ολόκληρη την τροπική ζώνη γύρω από τον Ισημερινό. Μια σειρά από χημικές αντιδράσεις με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας το μετέτρεψαν σε θειικό οξύ, οι μικροσκοπικές σταγόνες του οποίου διαχύθηκαν μέσα σε ένα χρόνο μέχρι τις πολικές περιοχές. Καλύπτοντας όλη σχεδόν τη γήινη επιφάνεια, τα σωματίδια αυτά μπλόκαραν το φως του ήλιου και κυρίως τα μικρότερα μήκη κύματος, αυτά του γαλάζιου φωτός, για δυο σχεδόν χρόνια.
Με λιγότερη ηλιακή ενέργεια να φτάνει στο έδαφος, η μέση θερμοκρασία της Γης μειώθηκε το 1816 κατά μισό βαθμό και κατά ενάμιση περίπου βαθμό στο Βόρειο ημισφαίριο. Η χρονιά αυτή ήταν μια από τις πιο κρύες στα τελευταία τετρακόσια χρόνια. Υπήρχαν ωστόσο μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή: η μείωση της θερμοκρασίας ήταν ασήμαντη στη Νoτιoανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία και πολύ μεγαλύτερη στις ανατολικές ακτές της Βόρειας Αμερικής και την Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Τα αποτελέσματα υπήρξαν δραματικά για τους κατοίκους των περιοχών αυτών, αλλά κανείς δε σκέφτηκε τότε να τα αποδώσει στην έκρηξη του ηφαιστείου.
Στην Ασία, οι έντονες βροχοπτώσεις και το κρύο κατέστρεψαν τη συγκομιδή ρυζιού στη νότια Κίνα και εξόντωσαν χιλιάδες ζώα, προκαλώντας το θάνατο 90.000 ανθρώπων, κυρίως από την πείνα. Χιόνι έπεσε στο νησί της Ταιβάν, που έχει τροπικό κλίμα. Στην Ινδία, οι μουσώνες με τις ευεργετικές βροχές τους άργησαν πολύ να εμφανιστούν τη χρονιά εκείνη. Με τους κατοίκους να πίνουν βρόμικο νερό και να τρώνε ό,τι έβρισκαν στα έλη, μια μαζική επιδημία χολέρας ξεκίνησε από τον ποταμό Γάγγη στη Βεγγάλη και έφτασε μέχρι τη Μόσχα.
Η θερμοκρασία στις ανατολικές ακτές της Βόρειας Αμερικής το καλοκαίρι είναι γύρω στους 20 βαθμούς τη μέρα και σπάνια πέφτει κάτω από τους 5 βαθμούς τη νύχτα. Ωστόσο, το 1816 η άνοιξη δεν ήρθε κι αντί για καλοκαίρι εμφανίστηκε και πάλι ο χειμώνας. Το έδαφος σε πολλές περιοχές ήταν παγωμένο τον Ιούνιο, χιόνισε συχνά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, ποτάμια και λίμνες πάγωσαν, ενώ ο ουρανός ήταν μόνιμα συννεφιασμένος.
Το μεγαλύτερο μέρος της συγκομιδής σιταριού και καλαμποκιού χάθηκε, αφού τα φυτά ήταν παγωμένα, συχνά μέχρι τη ρίζα, με αποτέλεσμα οι τιμές τους στην αγορά να αυξηθούν μέχρι κι οχτώ φορές. Αδυνατώντας να θρέψουν τις οικογένειές τους, χιλιάδες αγρότες της Νέας Αγγλίας (της ανατολικής ακτής της Βόρειας Αμερικής) άρχισαν να μεταναστεύουν προς τη Δύση, όπου λίγο αργότερα θα μετέτρεπαν τις απέραντες παρθένες εκτάσεις γύρω από τον Μισισιπή σε σιτοβολώνα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παρόμοιες καταστάσεις γνώρισε και η Δυτική Ευρώπη, που μόλις έβγαινε από την τρομερή δεκαετία των Ναπολεόντειων πολέμων. Η καταστροφή της αγροτικής παραγωγής και η αύξηση των τιμών έφεραν πείνα και αρρώστιες σε πολλές περιοχές, με μια επιδημία τύφου να θερίζει 100.000 άτομα στην Ιρλανδία. Ήταν η χειρότερη περίοδος πείνας που γνώρισε η ευρωπαϊκή ήπειρος τον 19ο αιώνα.
Οι κάτοικοι σε απόγνωση έφτασαν να τρώνε ζωοτροφές και πτώματα ζώων. Εξεγέρσεις και λεηλασίες σημειώθηκαν στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν. Η θνησιμότητα στην Κεντρική Ευρώπη το 1816 ήταν 50% μεγαλύτερη ακόμη κι από το 1815, που ήταν χρονιά πολεμικών συγκρούσεων.
Η Ελβετία υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα κι αναγκάστηκε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ολόκληρη την επικράτειά της. Ανάμεσα στον Απρίλιο και το Σεπτέμβριο του 1816, 130 μέρες βροχής φούσκωσαν τα νερά της λίμνης Λεμάν και πλημμύρισαν τη Γενεύη. Εξαιτίας του κρύου τα χιόνια δεν έλειωσαν για τρία χρόνια στη σειρά. Στην άκρη του παγετώνα Gietro στις Άλπεις σχηματίστηκε ένα τεράστιο φράγμα από πάγο, που κατέρρευσε απότομα το 1818 προκαλώντας τεράστιες καταστροφές.
Το βάρος της θεομηνίας που έπληξε την Ευρώπη το σήκωσαν κύρια οι φτωχοί, αγράμματοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, που ελάχιστα ντοκουμέντα άφησαν για τα βιώματα τους. Οι εκπρόσωποι της μεσαίας και της ανώτερης τάξης ελάχιστα επλήγησαν από την οικονομική και κοινωνική αναστάτωση της εποχής, άφησαν ωστόσο πάμπολλα κείμενα και περιγραφές. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσει κανείς, μέσα από την ανάγνωσή τους, να καταλάβει τις πραγματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις φτωχότερες τάξεις.
Το Μάιο εκείνης της χρονιάς που την ονόμασαν «η χρονιά χωρίς καλοκαίρι», μια παρέα νεαρών Άγγλων περιηγητών έφτασε στη λίμνη της Γενεύης. Ο διάσημος ρομαντικός ποιητής Πέρσυ Σέλλεϋ, 23 χρόνων, από αριστοκρατική οικογένεια αλλά πάμφτωχος, είχε αφήσει στην Αγγλία την έγκυο γυναίκα του και συνοδευόταν από την επίσης έγκυο ερωμένη του, τη 18χρονη Μαίρη Γκόντγουιν και την ετεροθαλή αδελφή της Κλαίρ Κλαιρμόντ, με την οποία είχε επίσης σχέση. Ο εξίσου διάσημος ρομαντικός ποιητής Τζώρτζ Γκόρντον Μπάυρον, 26 χρόνων, ήταν τότε στο απόγειο της καριέρας του. Λόρδος με περιουσία αλλά καταχρεωμένος, είχε αφήσει στο Λονδίνο τη γυναίκα του με την έξι μηνών κόρη τους για να αποφύγει τους δανειστές του αλλά και τις φήμες για τη σχέση του με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα. Είχε κι αυτός στο παρελθόν σχέση με την Κλαιρμόντ και συνοδευόταν από τον προσωπικό του γιατρό, τον 20χρονο Τζων Γουίλλιαμ Πολιντόρι. Αν και δεν το ήξερε τότε, ο Μπάυρον δεν επρόκειτο ποτέ του να ξαναδεί την Αγγλία και θα πέθαινε λίγα χρόνια αργότερα από τις κακουχίες στην πολιορκία του Μεσολογγίου.
Ο άθλιος καιρός χάλασε τις διακοπές των περιηγητών, υποχρεώνοντάς τους να περνούν τις μέρες τους με το φώς των κεριών δίπλα στο τζάκι μέσα στο κατακαλόκαιρο, συζητώντας και διαβάζοντας γοτθικές ιστορίες τρόμου. Επηρεασμένος από τις συνθήκες αυτές, κι από την ολική έκλειψη ηλίου της 9 Ιουνίου 1816, ο Μπάυρον έγραψε τον Ιούλιο και Αύγουστο το «Σκοτάδι» (Darkness), ένα από τα πιο σκοτεινά και καταθλιπτικά ποιήματα όλων των εποχών, στο οποίο περιγράφει με τα ζοφερότερα χρώματα το τέλος της Γης, της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος.
Στους ογδόντα στίχους του ποιήματος, βλέπει σαν σε όνειρο όχι μόνο τη Γη αλλά και τ’ αστέρια και το Σύμπαν να βυθίζονται στη νύχτα και το κρύο, και τους ανθρώπους να προσπαθούν αλλόφρονες να επιζήσουν καίγοντας οτιδήποτε βρίσκουν γύρω τους. Σε μια ατμόσφαιρα βιβλικής τιμωρίας που δεν διακρίνει ανάμεσα σε καλούς ή κακούς, δίκαιους ή άδικους, οι άνθρωποι αλληλοσπαράζονται, φυτά και ζώα πεθαίνουν και τελικά ολόκληρη η πλάση σβήνει μέσα σε ανείπωτη αγωνία. Παραθέτουμε εδώ κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους από την πρόσφατη μετάφραση της Ελσης Σαράτση:
«… Είδα ένα όνειρο, που δεν ήταν όνειρο όλο, ο λαμπερός ο ήλιος είχε σβήσει και τα αστέρια πλανιόταν στα χαμένα στο αιώνιο στερέωμα, ολοσκότεινα, χωρίς αχτίδες και η παγωμένη Γη ταλαντεύονταν μαύρη και τυφλή στον αφέγγαρο ουρανό. Και ήρθε και πέρασε η αυγή – και ήρθε ξανά αλλά δεν έφερε τη μέρα
.......................................................
Ο κόσμος άδειασε, ο πολυάνθρωπος κι ο κρατερός ο κόσμος έγινε άμορφος πηλός, άχρονος, χέρσος, άδεντρος, άψυχος, άζωος – πηλός θανάτου – χάος φρυγμένης λάσπης.
........................................................
Τα πλοία καιόντουσαν στην άβυσσο χωρίς φουσκονεριά – τα κύματα νεκρά. Οι παλίρροιες στον τάφο τους θαμμένες, η Σελήνη, η κυρά τους, είχε ξεψυχήσει από πριν. Οι άνεμοι είχαν μαραθεί στον ακίνητο αέρα, κι είχαν χαθεί τα σύννεφα.
Το Σκοτάδι την ανάγκη τους δεν είχε πια – το Σκοτάδι ήταν ο Κόσμος»…
Μια νύχτα του Ιούνη, ο Μπάυρον πρότεινε στην παρέα να γράψουν ο καθένας τους μια ιστορία τρόμου. Ο Πέρσυ Σέλλεϋ έγραψε πέντε ιστορίες φαντασμάτων που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του, ενώ ο Μπάυρον άρχισε ένα διήγημα που το χρησιμοποίησε στη συνέχεια ο Πολιντόρι για να γράψει το «Βαμπίρ», την πρώτη ιστορία με βρυκόλακες, που δημοσιεύτηκε το 1819. Κάπου ογδόντα χρόνια αργότερα, ο Μπραμ Στόουκερ θα εμπνεόταν από την ιστορία αυτή για να γράψει τον περίφημο «Δράκουλα».
Η Μαίρη Γκόντγουιν (κατοπινή κυρία Σέλλεϋ) εμπνεύστηκε την ιστορία ενός νεαρού φοιτητή ιατρικής, του Βίκτορα Φρανκεστάιν που καταφέρνει με τις γνώσεις του να φτιάξει από κομμάτια πτωμάτων ένα ζωντανό πλάσμα 2.40 μέτρα ψηλό και με απίστευτη δύναμη αλλά τρομακτικό σε εμφάνιση. Το πλάσμα, νοιώθοντας την απόρριψη όλων εξαιτίας της ασχήμιας του, ζητάει από τον δημιουργό του να του κατασκευάσει μια σύντροφο, αλλά ο Φρανκεστάιν, αν και το υπόσχεται, δεν κρατάει τη συμφωνία του φοβούμενος ότι θα μπορούσε έτσι να προκύψει μια ολόκληρη ράτσα από τέτοια τέρατα.
Για να εκδικηθεί το δημιουργό του, το τέρας σκοτώνει διαδοχικά τον αδελφό του Φρανκεστάιν, τον καλλίτερο φίλο του και την αρραβωνιαστικιά του (την παραμονή του γάμου τους) οδηγώντας στο θάνατο από θλίψη και τον πατέρα του. Τρελαμένος από πόνο και οργή, ο Φρανκεστάιν κυνηγά το πλάσμα που δημιούργησε μέχρι τις εσχατιές της Αρκτικής, όπου περιθάλπεται από το πλήρωμα ενός πλοίου παγιδευμένου στους πάγους και διηγείται την ιστορία του στον καπετάνιο Γουώλτον λίγο πριν ξεψυχήσει από τις κακουχίες. Τότε εμφανίζεται και το γιγαντόσωμο τέρας για να κλάψει τον δημιουργό του και να πει στον Γουώλτον πόσο έχει μετανιώσει για τα εγκλήματα του κι ότι έχει αποφασίσει να εξαφανιστεί για πάντα από τον κόσμο. Η ιστορία κλείνει με τον καπετάνιο να παρακολουθεί το τέρας καθώς χάνεται αργά στην πολική καταχνιά πάνω σ’ ένα παγόβουνο.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1818, όταν οι Σέλλεϋ επέστρεψαν στο Λονδίνο, με τον τίτλο Φρανκεστάιν, ένας σύγχρονος Προμηθέας. Στη λατινική εκδοχή της ελληνικής μυθολογίας από τον Οβίδιο, ο Τιτάνας Προμηθέας κατά παραγγελία του Δία φτιάχνει το ανθρώπινο είδος από λάσπη και νερό και τιμωρείται σκληρά από τον Δία όταν δίνει στους ανθρώπους τη φωτιά. Με αντίστοιχο τρόπο, ο Βίκτωρ Φρανκεστάιν τιμωρείται, είτε για την ύβρι που συνιστά η πράξη της δημιουργίας ζωής από τον άνθρωπο, είτε για την κατοπινή του ανευθυνότητα προς το πλάσμα του.
Η σχέση του Δημιουργού με το δημιούργημά του διαπερνά ολόκληρη τη χριστιανική και μεταφυσική φιλοσοφία και αποδίδεται περίφημα στο κορυφαίο ποίημα του μεγάλου άγγλου ποιητή του 17ου αιώνα Τζων Μίλτον Ο Χαμενός Παράδεισος. Εξορισμένος από τον Παράδεισο μετά το προπατορικό αμάρτημα και την
Πτώση, ο Αδάμ απευθύνεται με πίκρα και παράπονο στον Θεό, με τους συγκλονιστικούς στίχους του Μίλτον που η Μαίρη Σέλλεϋ διάλεξε να βάλει στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
«… Σου ζήτησα εγώ, Δημιουργέ, από τον πηλό να με φτιάξεις άνθρωπο; Μήπως σου ζήτησα εγώ, από τα σκοτάδια να με βγάλεις στο φως; »
Η πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε ανώνυμα, αλλά η ενθουσιώδης υποδοχή από το κοινό (όχι όμως κι από τους κριτικούς) οδήγησε σύντομα σε επανέκδοση με το όνομα της συγγραφέως. Ο Φρανκεστάιν θεωρείται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της φανταστικής λογοτεχνίας και, σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, σαν το πρώτο έργο της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας. Στην επιτυχία του συντέλεσε και η ομώνυμη ταινία του 1931 με τον Μπόρις Καρλόφ στο ρόλο του τέρατος.
Πέρα από τη λογοτεχνία, και η ζωγραφική φαίνεται να επηρεάστηκε από την έκρηξη του Τάμπορα. Τα μικροσωματίδια που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα για χρόνια μετά την έκρηξη διαχέοντας τα μεγαλύτερα μήκη κύματος του ηλιακού φωτός (κόκκινο και πορτοκαλί) δημιουργούσαν εκπληκτικής ωραιότητας ηλιοβασιλέματα. Θεωρείται ότι ο διάσημος άγγλος ζωγράφος Γουίλιαμ Τάρνερ εμπνεύστηκε ορισμένους πολύ γνωστούς πίνακες του όπου ο ουρανός εμφανίζεται με ιδιαίτερα έντονα χρώματα (όπως το Τσίστσεστερ Κανάλ) από τη θέα τέτοιων τοπίων. Ποιός αλήθεια θα μπορούσε να φανταστεί την πολυεπίπεδη αναστάτωση που θα προξενούσε εκείνη η «Χρονιά χωρίς καλοκαίρι»;
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Βόλου Θεσσαλία στις 14 και 21 Αυγούστου 2016
Ο Νίκος Πράντζος είναι αστροφυσικός, κάτοχος Doctorat d' Etat στην πυρηνική αστροφυσική του Πανεπιστημίου Paris 7. Είναι διευθυντής έρευνας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας(CNRS), και στέλεχος στο Ινστιτούτο Αστροφυσικής του Παρισιού. Διδάσκει στο μεταπτυχιακό Τμήμα Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Paris 6.