Η τραπ, οι... γιαγιάδες και η Μουσική
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 03.07.22 ]Τις προάλλες ο Παπασωτηρίου μέσα από το άρθρο του «τραπ: η μουσική του φασισμού» επιτέθηκε ξανά στο φίδι και έδειξε με απόλυτη ευκρίνεια το αυγό του. Ήταν μάλιστα τόσο διαυγή τα γραφόμενα που μόνο μία «σαραμάγκεια» τυφλότητα θα μας εμπόδιζε να δούμε και χτύπησε τόσο δυνατά την καμπάνα του κινδύνου ώστε κανείς να μην μπορεί να πει δεν άκουσα. Η καταγραφή δε των «τραπαρισμένων» λέξεων -εγώ δεν θα τους ονομάσω στίχους γιατί δεν θα προσέβαλα ποτέ τόσο σκληρά τους στιχουργούς- μολονότι δεν θα την επέλεγα λόγω μιας ιδιότροπης στάσης απέναντι στα πράγματα να προσπαθώ να κλείσω κάθε πόρο και να εμποδίσω την ασχήμια να εισβάλει, ήταν νομίζω χρήσιμη. Σαν να θες με τη ναυτία που προκαλείς να ξεράσεις το δηλητήριο προτού σε βλάψει.
Χτες, βραδάκι, ο γιος μου, όπως είχαμε αράξει στο μπαλκονάκι μας και κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων περί ποντικών και γάτων, μου έδειξε ένα βίντεο με τίτλο «μελιτζάνα από αλάνα» όπου γιαγιάδες -κυρίες αν προτιμάτε από την Κρήτη- τρολάρουν την τραπ «μουσική». Μου είπε ότι σε μία μόλις μέρα είχε κι εγώ δεν ξέρω πόσες χιλιάδες προβολές. Στον κύκλο του παιχνιδιού που λέμε ζωή όλα -όσα ρητά δεν απαγορεύονται- επιτρέπονται (ιδίως όταν πρόκειται για τέχνη και ελευθερία έκφρασης -δεν βάζω εισαγωγικά μα όποιος τα χρειάζεται ας τα συμπληρώσει όπου του λείπουν) και η σκωπτική διάθεση με παιγνιώδη χαρακτήρα έχει σαφώς τη θέση της. Με αυτή τη λογική ένα αυθόρμητο «πάρτε να ‘χετε» ζωγραφίστηκε σαν ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη μου, ενώ ο γιος μου έδειχνε να το απολαμβάνει περισσότερο. Η ειρωνεία μάλιστα εξελίχθηκε σε σαρκασμό με τη διαπίστωση ότι το κυνικό-σεξιστικό-φασιστικό μοτίβο: λεφτά-ναρκωτικά-γυναίκες δεν είναι και τόσο πρωτοπόρο να αντικατασταθεί με το -με τα ίδια (σχεδόν) συστατικά- μοτίβο: λεφτά-ναρκωτικά-άνδρες. (άλλαξε ο Μανολιός, ένα πράμα…)
Σήμερα αντιλαμβάνομαι ότι τόσο η τραπ όσο και το τρολάρισμά της δεν έχουν τίποτα να μου πουν. Λέξεις σαν το βέλος στο παράδοξο του Ζήνωνα, καταδικασμένες να μη με φτάσουν ποτέ, αφού η κίνησή τους είναι αδύνατη. Λέξεις τραγουδισμένες όπως το γέο βαγκέο στις αυλές των σχολείων (παλιά πολύ) «σας πήραμε σας πήραμε φλουρί κωσταντινάτο» «μας πήρατε μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο», ή στα λεωφορεία στις εκδρομές «κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια…» (ωραιότατο «παιδικό» τραγουδάκι, σημειωτέον, ύμνος στην ανθρωποφαγία). Τα τραγουδούσαμε αυτά τότε και προσπαθούσαμε με τόσο πάθος να είναι η φωνή μας δυνατότερη και να καλύψει των άλλων τα λόγια, που στο τέλος αυτό που ακουγόταν ήταν μάλλον ένας γενικευμένος θόρυβος, καμία σχέση με μουσική. Παρείχε βέβαια μια εκτόνωση, για να μπορούμε ύστερα πιο ήρεμα (;) να σκαλίζουμε στα παγκάκια τις πληγωμένες μας καρδιές, αλλά με μουσική καμία σχέση.
Όμως σε έναν κόσμο χωρίς μουσική ποιος θα θελε -ποιος θα άντεχε- να ζήσει; Τη μουσική ενός τσούρμου παιδιών που τραγουδούν για μια παλίρροια, ένα σύννεφο, ένα ποτάμι, έναν κόσμο άλλο, φτιαγμένο με της φαντασίας τα υλικά. Τη μουσική μιας Ελένης που τραγουδάει με έναν Βασίλη, «το χατίρι» του Σταυρακάκη, σ’ ένα κατάστρωμα τη νύχτα, δύο μουσικά όργανα, δύο φωνές, δυο σώματα αντικριστά και λέξεις που μιλούν για το κορμί και για το πνεύμα, για τον έρωτα και τη φιλία, για την ευτυχία και τον πόνο, για τη ζωή και το θάνατο, που σου ξεκλειδώνουν την ψυχούλα, αρκεί να έχεις και να χωράει και τον ΆΛΛΟ (όποιος κι αν είναι από όπου κι αν έρχεται).