Η συμφιλίωση με τη φύση και τη φύση μας

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 14.01.16 ]

Κοιτάζω τα μάτια της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και ερωτεύομαι το βλέμμα της, αυτή την αδιόρατη μελαγχολία της ομορφιάς. Κοιτάζω ένα εξώφυλλο (Μια ευλαβική ανάμνηση-Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εξομολογείται στην Εύα Νικολαΐδου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Σκέφτομαι ότι η ομορφιά δεν μπορεί να είναι μία αφαίρεση. Παύουμε να βλέπουμε την ομορφιά όταν αυτή γίνεται αφαίρεση. Αλλά τι είναι η αφαίρεση εν προκειμένω; Η απόσταση του ανθρώπου από τη φύση και τη φύση του. Αυτή η διχοστασία που κάνει την ανθρώπινη ψυχή πεδίο μάχης της φύσης, της φύσης μας και της άρνησής της. Βγήκαμε από τη φύση και βαλθήκαμε να την κυριεύσουμε. Στήσαμε τον εαυτό μας (τη φύση μας) απέναντι και επιχειρούμε να τον καταλάβουμε (να τον εννοήσουμε και να τον κυριεύσουμε). Αυτή η προσπάθεια έχει ενδυθεί το πρόσχημα του νοήματος της ζωής. Λες κι αν δεν κατακυριεύσουμε τον σιωπηλό (ενδεχομένως ζωώδη και φυσικό) εαυτό μας, θα ζούμε χωρίς νόημα και νήμα. Λες και το γεγονός ότι ζούμε δεν είναι ένα θαύμα έμπλεο αυτοτελούς νοήματος. Αυτά σκεφτόμουν καθώς «άκουγα» τη Γιουρσενάρ να λέει: «Θα πεθάνω… Δεν παραπονιέμαι για το πεπρωμένο αυτό που μοιράζομαι με τα λουλούδια, τα έντομα και τα’ αστέρια… Δεν παραπονιέμαι που τα πράγματα, τα όντα, οι καρδιές είναι όλα φθαρτά, αφού ένα μέρος της ομορφιάς ανήκει σ’ αυτή τη δυστυχία…». Θυμήθηκα τη γιαγιά μου την Αγγελική, που μου έδειχνε τα λουλούδια, λέγοντας «Δεν στενοχωριέμαι που θα φύγω. Λυπάμαι μόνο που δεν θα ξαναδώ αυτή την ομορφιά». Η γιαγιά μου ήταν αγράμματη αλλά είχε βγάλει το ίδιο συμπέρασμα με τη Γιουρσενάρ. Αλλά αφού τα πράγματα είναι τόσο απλά, τόσο φυσικά, γιατί τόση οδύνη, τόσος φόβος, τόση τρέλα; Τι είναι η τρέλα; Αναζητώ την απάντηση στην «Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή» του Μισέλ Φουκώ (εκδόσεις Καλέντη). Η προσέγγιση του Φουκώ έχει ως αφετηρία την άποψη του Λακάν σύμφωνα με την οποία η τρέλα, «το παραλήρημα κάτι θέλει να πει». Τι όμως; Είναι η απελευθέρωση του έγκλειστου, του ζωώδους, που έχουμε απωθήσει, μέσω της γλώσσας; Είναι μία απάτη, ένα ξεγέλασμα του φύλακα, που είναι η ηθική του εκάστοτε πολιτισμού; Είναι η κλαγγή των όπλων αυτής της κολοσσιαίας εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ της ψυχής και του σώματος; Διαβάζω τις 733 σελίδες του κλασικού πια έργου του Φουκώ και καταλήγω ότι μπορεί κανείς να αντιστοιχίσει τα επικρατούντα είδη τρέλας στους ανθρώπους με την κρατούσα τρέλα του πολιτισμού μιας εποχής. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η κυρίαρχη μορφή «τρέλας» σήμερα είναι η μανιοκατάθλιψη (διπολική διαταραχή ή όπως αλλιώς τη λένε) που αντιστοιχεί στην τρέλα του σημερινού πολιτισμού, που είναι ο «μανιακός καπιταλισμός», αυτό το «συμφέρον» των επιθυμιών που μας αλλοτριώνει. Αλλά όπως προείπαμε η βάση της «τρέλας» είναι η απόσπαση του ανθρώπου από τη φύση και τη φύση του. Να τι έγραφε ο άγνωστός μας στην Ελλάδα Κώστας Παπαϊωάννου (στο θαυμάσιο αφιέρωμα της Νέας Εστίας): «Από την Αναγέννηση και μετά, δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε το σύμπαν ως ένα δομημένο και συνεκτικό όλον». Και συνεχίζει ο Παπαϊωάννου, λέγοντας πως «ο κόσμος των πραγμάτων και ο κόσμος του πνεύματος εμφανίζονται ως οι δύο πόλοι μιας πραγματικότητας… Το είναι της φύσης αποτελεί στο εξής αντικείμενο παράστασης, επιστημονικής γνώσης και τεχνικής εκμετάλλευσης. Το είναι του ανθρώπου τίθεται ως υποκείμενο απέναντι στον κόσμο ο οποίος γίνεται πλέον αντιληπτός ως ένα σύστημα αντικειμένων ουσιαστικά ξένο προς τον άνθρωπο, ‘’βουβό’’ σε ό,τι αφορά τον ύστατο προορισμό του. Μέχρι τότε… Η ύπαρξη μπορεί να συγκλονιζόταν από βαθύτατους φόβους, αλλά δεν ήταν προβληματική: ο άνθρωπος αναγνώριζε τη φυσική του θέση μέσα στην αμετακίνητη και αδιαμφισβήτητη ιεραρχία των όντων και των πραγμάτων». Ο άνθρωπος πλέον τίθεται πέρα και πάνω (ως επιθυμία) από τη φύση και σε λίγο και από τη φύση του (κλωνοποίηση, ρομποτ με συνείδηση κ.ά.). Η ανθρώπινη ιστορία στο εξής θα είναι μια ιστορία των επιθυμούμενων επιθυμιών, μια ιστορία κατάκτησης της φύσης (μέσω της επινόησης της «προόδου») και της επιθυμίας των άλλων. Η διάκριση των πραγμάτων και του πνεύματος, των δύο πόλων της πραγματικότητας, του υποκειμένου που είναι ο άνθρωπος και του αντικειμένου που είναι όλα τα άλλα καθώς επίσης και ο υφιστάμενος την κατάκτηση άνθρωπος, ο άνθρωπος ως άλλος, ως ξένος μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό (Τζούλια Κρίστεβα). Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι ρατσιστές είναι οι παλιοί μετανάστες, καθώς οι νέοι μετανάστες είναι αγχογόνα αντικείμενα, καθώς θυμίζουν στους «παλιούς» τον εαυτό τους. Μισούμε λοιπόν μέσω των άλλων τον ίδιο τον εαυτό μας. Γι’ αυτό ο ρατσισμός δεν είναι παρά μία εξωτερικευμένη, επιθετική «τρέλα». Αλλά η μεγάλη τραγωδία είναι πάντα η εσωτερική, η εμφύλια τραγωδία των σκεπτόμενων (όχι μόνο των διανοούμενων), αυτών που παίρνουν το ρίσκο να παίξουν το παιγνίδι του λόγου και της υποκειμενικής, της συνειδητής «τρέλας» (τύπου Δον Κιχώτη), διακινδυνεύοντας το πέρασμα στην απέναντι όχθη (τρέλα) είτε από τη σαγήνη της πρωτόγνωρης ελευθερίας είτε από ενοχή, όταν συναντώνται στιγμιαία η μέγιστη ενοχή με τη μέγιστη αθωότητα. Γι’ αυτό ο Φουκώ επαναπροτείνει τη συμφιλίωση με τη φύση και τη φύση μας, προτείνει την αντικατάσταση όλων των πίστεων με την πίστη στη φύση σύμφωνα με την οποία «Δεν θα γνωρίζεις τίποτε αν δεν έχεις γνωρίσει τα πάντα, και αν είσαι τόσο άτολμος που κομπιάζεις με τη φύση, αυτή θα σου ξεφύγει για πάντα». Όμως, ο Φουκώ δεν περιορίζεται στην απλή, την ειρηνική συμφιλίωση με τη φύση, όπως η Γιουρσενάρ, αλλά θεωρεί ότι τίποτα, καμία επιθυμία «δεν είναι παρά φύσιν» ούτε καν ο φόνος!, αφού ακόμη και αυτή την φονική επιθυμία «την έχει βάλει στον άνθρωπο η ίδια η φύση». Από εδώ θα προκύψει ο τρελός δολοφόνος στο «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους», αυτό το τρομερό βλέμμα, που είναι η τρέλα κάτω από το προσωπείο, μια τρέλα που δαγκώνει πρόσωπα, που ροκανίζει καρδιές, ένα φοβερό βλέμμα προσηλωμένο στο τίποτα, μία τρέλα που καταργεί και τον άνθρωπο και τον κόσμο. Αν αυτός ο «τρελός» αντιστοιχεί στον πολιτισμό του θανάτου (Ρίφκιν), τότε είναι μία αλληγορία για την αυτονομημένη, δυτική στρατιωτική μηχανή που λειτουργώντας ανεξέλεγκτα μπορεί να σημάνει την κατάργηση των ανθρώπων, των πολιτισμών, του κόσμου. Ε, λοιπόν, δεν μπορούμε να δεχθούμε τη νιτσεϊκή, ή καλύτερα τη χομπσιανή «συμφιλίωση με τη φύση» του Φουκώ, αλλά την τρυφερή, την ερωτική συμφιλίωση της Γιουρσενάρ και γιατί όχι της γιαγιάς μου της Αγγελικής.