Η πάσα

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 10.05.19 ]

Είχε κάνει σημαία του εκείνη την ατάκα του Ερίκ Καντονά «Το καλύτερό μου γκολ ήταν μια πάσα». Κι έναν ολόκληρο χρόνο προσπαθούσε να κάνει στο γήπεδο την ίδια ακριβώς κίνηση, σχεδόν σαν ιεροτελεστία. Μια μακρινή μπαλιά απ’ το κέντρο και πάσα απευθείας στον επιθετικό. Για το γκολ φυσικά το πολυπόθητο. Μα έλα που κάθε φορά κάτι στράβωνε. Πότε ο στόπερ έβγαινε μπροστά και καθάριζε τη φάση, πότε ο επιθετικός δεν τον καταλάβαινε κι ήταν κάμποσα μέτρα οφσάιντ, πότε τον πρόδιδε η απόλυτη σιγουριά του για το φάλτσο που έβαζε στο πόδι. Φώναζε, εκνευριζόταν, μα συνέχιζε με την ίδια πάντα επιμονή, την ίδια σιγουριά για το αποτέλεσμα, την ίδια πεποίθηση πως αυτός σηκώνει στις πλάτες του την ομάδα, όπως έκανε πάντα. Κι ας είχε γίνει πια για τους αντιπάλους απόλυτα προβλέψιμος και για τους συμπαίχτες του σχεδόν γραφικός. Κι ας ζητούσαν δίπλα του τη μπάλα δυο γρήγοροι νεαροί μέσοι, έτοιμοι να αναστατώσουν κάθε χαλαρή ή στέρεη άμυνα.«Πάσες» του φώναζαν. «Πολλές πάσες». Μα εκείνος χαμπάρι δεν έπαιρνε από τέτοια. Για ένα πάσχιζε, σε ένα ήταν ο νους του. Στην τέλεια πάσα, τη μία και μοναδική. Και στη μεγάλη του πείρα φυσικά. Που την είχε τόσα χρόνια αποκτήσει με μάχες και ιδρώτα στα τερέν της πόλης. Που έπρεπε να τη σέβονται τούτα τα νεούδια, που θαρρούσαν πως κατείχαν κιόλας τα μυστικά της στρογγυλής θεάς… Κι όταν καμιά φορά κατάφερνε να βρει η πάσα του αποδέκτη, έβαζε με νόημα το δάχτυλο στον κρόταφο και γυρνούσε με καμάρι στους συμπαίχτες του.«Είδατε που σας το ’λεγα;»

Μα τότε ήταν πια αργά. Τα γκολ είχαν μπει προ πολλού στην εστία απ’ τις τόσες αντεπιθέσεις που γενναιόδωρα χάρισε, οι αντίπαλοι φίλαθλοι πανηγύριζαν ξέφρενα στις κερκίδες και η ομάδα του ηττημένη, όδευε για μια ακόμα φορά με χαμηλωμένα μάτια προς τα αποδυτήρια. Έμενε τότε εκείνος για λίγο μόνος μετά τη λήξη, κάτω απ’ τους σβηστούς προβολείς, να αναθεματίζει μέσα του τους άμυαλους επιθετικούς που φυτρώνουν σα μανιτάρια στις ομάδες και να σιχτιρίζει το μοντέρνο ποδόσφαιρο που καταπίνει με τις πάσες και τις τακτικές έτσι άδοξα τα ταλέντα.