Η λογοτεχνία είναι ένα πιστόλι γεμάτο λέξεις
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 24.06.22 ]Ένα βιβλίο που έχει γραφεί το 1948 και εξακολουθεί να έχει ακέραια την αξία του ακόμη και σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι ένα σημαντικό βιβλίο. Αναφέρομαι στη μελέτη του Ζαν-Πωλ Σαρτρ με τον τίτλο-ερώτημα: «Τι είναι λογοτεχνία;» (εκδόσεις Μεταίχμιο). Ο Σαρτρ θέτει μια σειρά ερωτήματα, όπως «τι σημαίνει γράφω;», «Για ποιο λόγο γράφουμε;», «για ποιον γράφουμε;» για να καταλήξει στην «κατάσταση του συγγραφέα το 1947», στην κατάσταση δηλαδή της λογοτεχνίας τότε και ίσως και σήμερα και αν αυτή έχει ακόμη λόγο ύπαρξης, ή αν «πεθαίνει». Ουσιαστικά ο Γάλλος φιλόσοφος θέτει το ζήτημα της «στρατευμένης τέχνης». Για το θέμα της στράτευσης έχουν μιλήσει πολλοί με κορυφαίους τον Μπουρντιέ και τον Αντόρνο. Μάλιστα, ο πρώτος, αναφερόμενος στο περίεργο ον που έχει κεφάλι διανοούμενου και σώμα γκαρσονιού, έχει επικρίνει τη θέση του Σαρτρ ότι ο λογοτέχνης πρέπει να λαμβάνει θέση μεταξύ των καταπιεστών και των καταπιεζόμενων. Αλλά τι λέει ο Σαρτρ όταν αναρωτιέται «Γιατί γράφουμε»; Ο «στρατευμένος» πεζογράφος ξέρει ότι «ο λόγος είναι δράση, γι’ αυτό ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος της δράσης, της «δευτερεύουσας δράσης, που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει δράση δια της αποκάλυψης». Και επειδή οι λέξεις είναι «πιστόλια γεμάτα σφαίρες», ο συγγραφέας μιλώντας, δηλαδή γράφοντας πυροβολεί στόχους. Ή να το πούμε αλλιώς, η λογοτεχνία είναι ένα "πιστόλι" γεμάτο λέξεις. Και με τις λέξεις πυροβολεί στόχους. Ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι; Οι αποκαλύψεις της αδικίας, που έτσι δίνουν υπόσταση στη δικαιοσύνη. Κοντολογίς, ο συγγραφέας δρα γράφοντας για να αλλάξει τον κόσμο. Εδώ ο Σαρτρ αναφέρεται στη μόνη κατά τη γνώμη του λογοτεχνία που έχει λόγο ύπαρξης, τη λογοτεχνία της Πράξης. Άρα η λογοτεχνία τη Πράξης έχει ως καθήκον να αποκαλύψει τον πραγματικό κόσμο και να τον υπερβεί, να τον αλλάξει.
Ο μαρξιστικός Πραγματισμός του Σαρτρ συναντά τον αμερικάνικο Πραγματισμό ως την προς την κοινή τους αφετηρία τον Χέγκελ, χωρίς όμως να έχει καμία σχέση μαζί του. Ο Σαρτρ σημειώνει αυτή τη διαφορά, γράφοντας για τους Αμερικανούς συγγραφείς ότι ήταν άνθρωποι στους οποίους «υπερχείλιζαν τα αισθήματα και οι εντυπώσεις» έτσι όπως ήταν «χαμένοι σε μια αχανή ήπειρο, όπως εμείς ήμασταν χαμένοι στην Ιστορία». Οι Αμερικανοί μπορούσαν να έχουν πραγματικές διαφυγές με την επέκτασή τους στη Δύση, ενώ η Ευρώπη ασφυκτιώντας πλέον βρέθηκε αντιμέτωπη με άλλου είδους «διαφυγές», τις ιστορικές συγκρούσεις και τις επαναστάσεις (σύμφωνα με την προσέγγιση του Χέγκελ). Για τον Σαρτρ «Η επιτυχία του Φώκνερ, του Χεμινγουέι, του Ντος Πάσος… ήταν η αντανακλαστική άμυνα μιας λογοτεχνίας που, όταν ένιωσε να απειλείται, επειδή οι τεχνικές και οι μύθοι της δεν θα τις επέτρεπαν πλέον να αντιμετωπίσει την κατάσταση, μπολιάστηκε με αλλοδαπές μεθόδους, έτσι ώστε να επιτελέσει τη λειτουργία της κάτω από τις νέες συνθήκες». Οι Αμερικανοί «είχαν προκρίνει τον λογοτεχνικό ιδεαλισμό και μας παρουσίαζαν τα γεγονότα μέσω μιας προνομιούχας υποκειμενικότητας, ενώ εμείς (σ.σ. οι Ευρωπαίοι) είχαμε επιλέξει τον ιστορικό σχετικισμό» που μέσα από την ισότητα όλων των υποκειμενικοτήτων «οδηγούσε από τον απόλυτο υποκειμενισμό, στον δογματικό ρεαλισμό». Οι Αμερικανοί δικαιολογούσαν «το τρελό εγχείρημα της αφήγησης» υπενθυμίζοντας συνεχώς σ’ αυτή είτε με ρητό είτε με υπαινικτικό τρόπο «την ύπαρξη ενός δημιουργού». «Εμείς (οι Ευρωπαίοι)… θέλαμε να διώξουμε τη Θεία Πρόνοια από τα έργα μας, όπως την είχαμε διώξει από τον κόσμο μας». «Η πραγματιστική αλήθεια αντικατέστησε την εξ αποκαλύψεως αλήθεια» λέει ο Σαρτρ, συναντώντας «απ’ έξω» τους Αμερικάνους πραγματιστές, όπως ο Τζέημς και ο Ντιούι. Μέσα απ’ όλα αυτά, δηλαδή την με ιδιότυπο τρόπο εκκοσμικευμένη λογοτεχνία, ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένας διαμεσολαβητής μεταξύ των ανθρώπων (καταπιεστών και καταπιεζόμενων) και η στράτευσή του είναι η διαμεσολάβηση. Εδώ παρατίθεται το παράδειγμα του Αμερικανού, μαύρου συγγραφέα Ρίτσαρντ Ράιτ (1908-1960), ενός «νέγρου» από το Νότο των ΗΠΑ που μετακόμισε στο Βορρά. Η ανθρώπινη συνθήκη δίνει στον Ράιτ και το θέμα του βιβλίου του (Black Boy) όπου αποκαλύπτει την «αποξένωση της μαύρης φυλής μέσα στους κόλπους της αμερικανικής κοινωνίας». Αλλά σε ποιους απευθύνεται ο Ράιτ; Ασφαλώς όχι, λέει ο Σαρτρ, στους λευκούς ρατσιστές ούτε στους μαύρους του Νότου που είναι αναλφάβητοι, απευθύνεται στους καλλιεργημένους μαύρους του Βορρά και στους καλής πρόθεσης λευκούς Αμερικανούς» (διανοούμενους κ.ά.). Ο Ράιτ γίνεται η συνείδηση των μαύρων και «η κίνησή του με την οποία υψώνεται για να φθάσει από το άμεσο στην αναστοχαστική συνειδητοποίηση της κατάστασής του είναι κίνηση όλης της φυλής του». Ο Ράιτ όμως απευθύνεται και στους Λευκούς με στόχο να τους κάνει «να αναλογιστούν τις ευθύνες τους», ή ακόμα να τους προκαλέσει ντροπή. Έτσι εδώ υπάρχει ένα «ταυτόχρονο διπλό αίτημα» (Μπωντλαίρ). Ο Ράιτ σημειώνει ο Σαρτρ γράφοντας για «ένα διχασμένο κοινό, μπόρεσε να διατηρήσει και ταυτόχρονα να ξεπεράσει αυτό το διχασμό: τον μετέτρεψε σε πρόφαση για ένα έργο τέχνης».
Ο συγγραφέας λοιπόν είναι ο διαμεσολαβητής, η γέφυρα όχι για να διατηρήσει το στάτους κβο του διχασμού αλλά για να τον υπερβεί, να τον αλλάξει. Υπ’ αυτή την οπτική ακόμη και ο κυνισμός του Ουίτμαν «Είμαι Αμερικανός, άρα αντιφάσκω» υποδηλώνει τον κυνισμό ως άμυνα απέναντι στην ντροπή, στοιχεία και τα δύο μιας απολεσθείσας ισορροπίας, ή αλλιώς της δυστυχισμένης συνείδησης που προκύπτει από τη γνώση. Εδώ ο συγγραφέας διακινδυνεύει, διότι η κοινωνία δεν επιθυμεί να την παρουσιάσουν όπως πραγματικά είναι αλλά όπως νομίζει ότι είναι. Θέλει δηλαδή έναν καθρέφτη που να κολακεύει και να συμφωνεί με τη γνώμη που έχει η ίδια για τον εαυτό της. Γι’ αυτό οι καλοί λογοτέχνες είναι οι αποτυχημένοι εμπορικά. Τα έργα του αστού συγγραφέα είναι «πίνακες απογραφής της αστικής περιουσίας, εκθέσεις ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, που τείνουν αδιαφοροποίητα να θεμελιώσουν τα δικαιώματα της ελίτ και να καταδείξουν τη σοφία των θεσμών- εγχειρίδια πολιτισμένης συμπεριφοράς». Αν η λογοτεχνία καταλήγει ο Σαρτρ «ήταν αναγκασμένη να μεταστραφεί σε καθαρή προπαγάνδα ή σε καθαρή ψυχαγωγία, η κοινωνία θα περιέπιπτε και πάλι στο βούρκο του αδιαμεσολάβητου, δηλαδή στη ζωή χωρίς μνήμη των υμενοπτέρων και των γαστερόποδων».
Ο Αντόρνο και ο Σαΐντ
Ο διανοούμενος, γράφει από την πλευρά του ο Τ. Αντόρνο στα Minima Moralia, όταν βυθίζεται εντελώς στην υλική πρακτική και τα χρησιμοθηρικά-οικονομικά- οφέλη της, χάνει την ευαισθησία και το κριτικό του πνεύμα και «απειλείται από την επανάπτωση στον κυνισμό και τη βαρβαρότητα». Από την άλλη, εάν ο διανοούμενος ενασχολείται μόνο με τα λεγόμενα πνευματικά πράγματα, αποκομμένος από την οικονομική πραγματικότητα και την υλική αναπαραγωγή της ζωής του, κινδυνεύει να υποστασιοποιήσει ως απόλυτο το πνεύμα του κι έτσι από τον φετιχισμό του χρήματος να οδηγείται στο φετιχισμό της κουλτούρας. Η εξευτελιστική επιλογή που θέτει σε όλα τα μέλη του ο όψιμος καπιταλισμός: Ή να γίνεις «ενήλικος»-να ευθυγραμμιστείς- ή να μείνεις παιδί- γραφικός και «τρελός»- έξω από ατομικές, ωφελιμιστικές σκοπιμότητες, βιώνεται έντονα από τους ανθρώπους της διανόησης.
Τι μπορεί να κάνει λοιπόν ο διανοούμενος; Ποια πρέπει να είναι η στάση του; Μεταξύ της μοναξιάς που συνεπάγεται η συμμαχία με τους μειονεκτούντες και της ευθυγράμμισης με τους «μονόδρομους» των ισχυρών, ο Ε. Σαΐντ επιλέγει την εξορία στους οργεώνες του περιθ-ωρίου, τη σχοινοβασία του «μέσα-έξω», τη συμπεριφορά του απρόβλεπτου, του ανοίκειου· απορρίπτει τους «ημέτερους», αυτούς που οι Γάλλοι ονομάζουν «τσοπανόσκυλα της εξουσίας»: με τις εκατό «δουλειές», το χαμηλό «πνευματικό κεφάλαιο», μία «ορατότητα» κερδισμένη στην σκηνή των μέσων μαζικής ενημέρωσης κι έναν «λόγο» δήθεν καταγγελτικό, με ολίγον Φρόιντ και πολλή «κυλόττα»· τους νέο-δογματικούς που πιστεύουν ότι το αδιανόητο, το ανήκουστο και το ανείπωτο έχουν εκλείψει και ότι η πραγματικότητα κινείται σ’ ένα καθορισμένο προ-οπτικό πεδίο, ότι το είναι ουσιώνεται ως επι-φαίνεσθαι και ο άνθρωπος ως στατιστικό δεδομένο. Ο Ε. Σαΐντ τάσσεται αναφανδόν με τους «άλλους», αυτούς που επιλέγουν τη θέση όχι του «ημέτερου» αλλά του «ξένου», των οποίων κανένας κομματικός, οικονομικός ή εθνικός δεσμός δεν είναι ικανός να τους στομώσει το κριτήριο της αλήθειας, τον κοινωνικό ρόλο του «μη απρόσωπου επαγγελματία», αυτού δηλαδή που συνδέει τη δουλειά του με την κοινωνική διαδικασία και αμφισβητεί τις εικόνες, τις επίσημες εκδοχές των γεγονότων και τις δικαιολογίες της εξουσίας που έχουν ως στόχο τη συντήρηση του status quo και την εδραίωση της συναίνεσης στο πλαίσιο μιας γενικώς αποδεκτής προοπτικής της πραγματικότητας. Ο ρόλος του διανοούμενου σήμερα, σύμφωνα με τον Ε. Σαΐντ, είναι να ανοίγει το δρόμο για «μια νέα ευαισθησία» απέναντι στη θέση των υποτιμημένων, των λησμονημένων και των αφανών…».