Η δημοκρατία στην κρύπτη του τρόμου

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 23.01.19 ]

Διαβάζω – ή μάλλον έχω και πάλι καταφύγει – αυτές τις μέρες, έναν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς τον Γιόζεφ Ροτ, που γεννήθηκε από Εβραίους γονείς το 1894 στην Ανατολική Γαλικία και πέθανε στο Παρίσι το 1939 σε ηλικία μόλις σαράντα πέντε χρονών. Ήξερε πολύ καλά τι είναι πόλεμος (το 1916 κατετάγη στον αυστριακό στρατό και πήρε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) κυρίως όμως ήξερε τι θα πει ναζιστικός τρόμος. Εντόπισε τον κίνδυνο του Χίτλερ ήδη από το 1922 και άσκησε έντονη κριτική στη συμβιβαστική στάση της εβραϊκής κοινότητας, όντας Εβραίος ο ίδιος. Από το 1932 είχε δηλώσει σε έναν φίλο του: «Πρέπει να φύγουμε. Θα κάψουν τα βιβλία μας και θα είμαστε εμείς ο στόχος (…) Πρέπει να φύγουμε, ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά». Κάτι που, ως γνωστόν, έγινε αργότερα. Εν τω μεταξύ ο Γιόζεφ Ροτ που είχε δει το έργο πεντακάθαρα, είχε προλάβει να μεταναστεύσει στο Παρίσι, στις 30 Ιανουαρίου 1933, δηλαδή τη μέρα που ο Χίτλερ ονομάστηκε καγκελάριος του Ράιχ.  

Κατέφυγα λοιπόν για παρηγοριά, αλλά και για τη βαθύτητα της ιστορικής γνώσεως στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Γιόζεφ Ροτ «Η κρύπτη των Καπουτσίνων» (εκδ. Άγρα). Στο εν λόγω μυθιστόρημα, που είναι η συνέχεια (απολύτως ισάξια) στο εμβληματικό «Εμβατήριο Ραντέτσκυ», ο συγγραφέας εξακολουθεί να ασχολείται με την περιγραφή (εντελώς σχηματικά χρησιμοποιώ τον όρο «περιγραφή») της καταστροφής της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Το έργο ξεκινάει με την περιγραφή (πάλι «περιγραφή»!) του κλίματος τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που όπως σημειώνει ευφυώς ο συγγραφέας, ονομάστηκε Παγκόσμιος όχι γιατί πολέμησαν όλοι, αλλά γιατί όλοι έχασαν κάτι σε εκείνο τον πόλεμο.  

Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για την «Κρύπτη των Καπουτσίνων». Ωστόσο, ο λόγος που καταπιάστηκα εδώ μ’ αυτό το εξαίσιο κείμενο, είναι για να αντιγράψω μια σκηνή, όπου ζωντανεύει (αρχές του Παγκόσμιου Πολέμου) η ατμόσφαιρα σ’ ένα ταβερνάκι κάπου στα σύνορα της Αυστρίας, όπου απαγκιάζουν λιποτάκτες, μετανάστες και άλλοι παρίες.

«Ήξερα» λέει ο ήρωας του Ροτ, «τη συνηθισμένη φασαρία του, την ιδιαίτερη φασαρία που κάνουν οι απάτριδες, οι απελπισμένοι, όλοι αυτοί που δεν έχουν παρόν και βρίσκονται καθ’ οδόν από το παρελθόν προς το μέλλον, αυτοί που έχουν αφήσει πίσω τους ένα γνώριμο και οικείο παρελθόν και ταξιδεύουν προς ένα αβέβαιο κι άγνωστο μέλλον∙ όμοιοι με επιβάτες που εγκαταλείπουν τη σιγουριά της στεριάς και πατούν με βήμα διστακτικό τη σανιδόσκαλα ενός ξένου καραβιού».

Ενός καραβιού – για να έρθουμε και στα δικά μας – που μπορεί και να τους πνίξει βουλιάζοντας σε μια θάλασσα από φουρτουνιασμένα δάκρυα.

Μέσα στο ζόφο των ετών 1935 - 1938 είναι γραμμένο αυτό το μυθιστόρημα, για να περιγράψει έναν παλιότερο ζόφο. Ένα τέρας δηλαδή που γέννησε τέρατα.

Καλό θα ήταν να το διαβάσουμε σήμερα που βρισκόμαστε πάλι μπροστά σε μια εποχή τεράτων ένθεν κακείθεν. Μια εποχή όπου η δημοκρατία αποδεικνύεται απαράσκευη και αδαής, έτοιμη να ευτελιστεί μπροστά σε κινδύνους  που εν πολλοίς η ίδια δημιούργησε. Ας διαβάσουμε αυτό και άλλα παρόμοια  βιβλία. Για να μη χρειαστεί να τα ξαναγράψουμε, όταν η δημοκρατία θα έχει ενταφιασθεί μέσα στην κρύπτη του τρόμου. Αυτά.

*Σημείωση: τα πραγματολογικά στοιχεία του κειμένου είναι από τις πληροφορίες που περιλαμβάνει η έκδοση της «Άγρας».