Η άλλη Σιμόν Βέιλ
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 02.07.21 ]Η Σιμόν Βέιλ, η πολιτικός, που πέθανε στις 30 Ιουνίου 2017, γεννήθηκε το 1927 και ήταν μια σημαντική προσωπικότητα της γαλλικής δεξιάς, η οποία είχε περάσει στα 16 χρόνια της από το κολαστήριο του Άουσβιτς. Η άλλη Βέιλ, η δική μου Σιμόν Βέιλ, μπροστά στην οποία ο Σαρτρ και η Μπωβουάρ ωχριούσαν, γεννήθηκε το 1909 σ' ένα προάστιο του Παρισιού από γονείς Εβραίους, επίσης. Το 1931 σε ηλικία 22 ετών αποφοίτησε από την Ecole Normale Superieure και έγινε καθηγήτρια φιλοσοφίας.
Η "άλλη", η δική μου Σιμόν Βέιλ ήταν χριστιανή και μαρξίστρια, και πέθανε μόλις στα 34 της χρόνια, το 1943, κάνοντας ουσιαστικά απεργία πείνας σε ένδειξη συμπαράστασης στους Γάλλους που λιμοκτονούσαν λόγω του πολέμου. Η Βέιλ σταμάτησε την από καθέδρας διδασκαλία της και πήγε δύο χρόνια (1934-35) ως απλή εργάτρια στα μεγάλα εργοστάσια(Ρενώ) για να γνωρίσει στο πετσί της την κατάσταση της εργατικής τάξης(συνδυασμός της κουλτούρας της εργατικής τάξης και της φιλοσοφίας). Ακολούθησε η συμμετοχή της στις διεθνείς ταξιαρχίες στον ισπανικό εμφύλιο το 1936. Το 1941 θα εργαστεί στους αγρούς, ενώ το 1942 θα εγκαταλείψει τη Γαλλία και θα πάει στη Νέα Υόρκη και ακολούθως στο Λονδίνο, όπου θα γίνει συναγωνίστρια του στρατηγού ντε Γκωλ. Για την Βέιλ, ο σεβασμός προς τον άλλον, προς τον άνθρωπο είναι η μόνη υποχρέωση. Κι αυτή πληρούται όταν ο σεβασμός είναι πραγματικός και όχι υπερβατικός. Και ο πραγματικός σεβασμός είναι αυτός που καλύπτει τις γήινες ανάγκες του ανθρώπου, που είναι φυσικές(τροφή, στέγη, ζεστασιά κ.ά.) αλλά κυρίως αυτός που ικανοποιεί τις ανάγκες για τη ζωή της ψυχής. Η συνονόματή της, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ την άκουγε να λέει στους διαδρόμους της Σορβόνης, πως «Ένα μόνο πράγμα αξίζει σήμερα στον κόσμο, η επανάσταση που θα δώσει τροφή σ’ όλο τον κόσμο». Αλλά αυτή η επανάσταση δεν είναι ολοκληρωμένη, αν δεν συνοδεύεται από ένα νόημα, που θα τρέφει και την ψυχή.
Η Σιμόν Βέιλ(L’ enracinement, folio essays, Gallimard, 1949) επισημαίνει πως «το ρίζωμα» είναι η πιο σπουδαία και η πιο παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής. Μία ανθρώπινη ύπαρξη έχει μία ρίζα από την πραγματική, ενεργητική και φυσική συμμετοχή της στην ύπαρξη μιας συλλογικότητας, που κρατάει ζωντανούς κάποιους θησαυρούς του παρελθόντος και κάποια προαισθήματα του μέλλοντος. Η φυσική συμμετοχή σημαίνει αυτόματα τον τόπο, τη γέννηση, το επάγγελμα, το ανθρώπινο περιβάλλον. Αλλά κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη από ποικίλες ρίζες, όπως η ηθική, η πνευματική και διανοητική ζωή, διαμέσου των πεδίων των οποίων είναι φυσικό μέρος. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου(«οι ανάγκες της ψυχής») η Σιμόν Βέιλ σημειώνει ότι η υποχρέωση (obligation) κατισχύει του δικαίου. Διότι ένα δικαίωμα δεν είναι αφ’ εαυτού του αποτελεσματικό, αλλά από την υποχρέωση στην οποία αντιστοιχεί. Η πραγματική πλήρωση ενός δικαιώματος δεν προκύπτει από εκείνον που το κατέχει, αλλά από όλους εκείνους τους ανθρώπους που αναγνωρίζουν ότι είναι υποχρεωμένοι κατά ένα τρόπο σχετικά μ’ αυτό. Η υποχρέωση συνεπώς είναι αποτελεσματική όταν αναγνωρίζεται. Το ίδιο και το δικαίωμα, δεν είναι τίποτα όταν δεν αναγνωρίζεται. Μόνο η υποχρέωση συνδέει τις ανθρώπινες υπάρξεις. Το γεγονός ότι η ανθρώπινη ύπαρξη έχει έναν αιώνιο προορισμό(πίστη), επιβάλλει μία και μόνο υποχρέωση, αυτή του «σεβασμού». Η υποχρέωση δεν επιτελείται παρά εάν είναι πραγματικά εκφρασμένη μ’ έναν τρόπο πραγματικό κι όχι φανταστικό. Επιτελείται δηλαδή μέσω των επίγειων αναγκών του ανθρώπου. Παραδείγματα: Οι Αιγύπτιοι σκέφτονταν ότι μία ψυχή δεν μπορεί να δικαιωθεί μετά θάνατον εάν δεν μπορεί να πει: «Δεν άφησα κανέναν να υποφέρει από πείνα». Το ίδιο ισχύει και για τους χριστιανούς. Οι ανάγκες που όταν δεν ικανοποιούνται αναλογούν σε «θάνατο», χωρίζονται σε φυσικές όπως η πείνα, η προστασία από τη βία, η κατοικία, η ένδυση, η ζεστασιά, η υγιεινή και η φροντίδα σε περίπτωση ασθένειας. Και σε ανάγκες της «ηθικής ζωής», που αφορούν την «τροφή της ψυχής», όπως ο σεβασμός σε μία συλλογικότητα, την πατρίδα, την οικογένεια κ.ά.
Ένα σακί σιτάρι μπορεί να αντικατασταθεί από ένα σακί σιτάρι, αλλά η τροφή που προσφέρει μία συλλογικότητα στην ψυχή των μελών της, δεν έχει ισοδύναμο μέσα στο σύμπαν ολόκληρο. Δεν πρέπει να συγχέουμε τις ανάγκες της ψυχής με τις επιθυμίες, τα καπρίτσια, τις φαντασιώσεις, τα βίτσια. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη το ρύζι ή τις πατάτες αλλά την τροφή. Ομοίως δεν έχει ανάγκη το κάρβουνο ή το ξύλο αλλά τη ζεστασιά(ή τη δροσιά, την εργασία και την ανάπαυση). Γι’ αυτό πρέπει να αναγνωρίζουμε τις διαφορετικές ικανοποιήσεις των αναγκών της ψυχής, που είναι ισοδύναμες και απαντούν στις ίδιες ανάγκες. Μία άλλη ανάγκη της ψυχής είναι η ελευθερία επιλογής. Η κοινή ζωή περιορίζει τις επιλογές. Η υποταγή στους κανόνες αλλά και η υποταγή σε ανθρώπινες υπάρξεις, θεωρούμενες ηγετικές είναι μία ακόμα ανάγκη. Ακόμη, η πρωτοβουλία και η υπευθυνότητα, το να αισθάνεται κανείς χρήσιμος και συγχρόνως απαραίτητος είναι ζωτικές ανάγκες της ανθρώπινης ψυχής. Το παράδειγμα της πλήρους στέρησης των αναγκών αυτών είναι ο Άνεργος, ακόμα και αν βοηθούμενος έχει να φάει, να έχει στέγη και να ντυθεί(κανείς δεν μπορεί να δημιουργεί το φόβο της ανεργίας σε κανέναν). Η ισότητα, επίσης, είναι ζωτική ανάγκη και συνίσταται στο σεβασμό και στην πραγματική δημόσια αναγνώριση, εκφραζόμενη μέσω των θεσμών και των ηθών. Απαιτείται μια ορισμένη ισορροπία μεταξύ ισότητας και ανισότητας. Αλλά σε κάθε περίπτωση ο καθένας πρέπει να είναι ίσος με κάθε άλλον στην ελπίδα τόσο τη δική του όσο και τον παιδιών του. Παράδειγμα: Στο μέτρο που είναι πραγματικά δυνατό για ένα παιδί, γιο ενός εργάτη γης, να γίνει μια μέρα υπουργός, το ίδιο και ο γιος του υπουργού μπορεί να γίνει μια μέρα εργάτης γης.
Σε ό,τι αφορά στη συλλογικότητα, αυτή εισχωρεί ήδη στο μέλλον και συντηρείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και από τα παιδιά που θα έρθουν στον κόσμο στους αιώνες που έρχονται. Η συλλογικότητα έχει τις ρίζες της στο παρελθόν και συνιστά το μοναδικό όργανο διατήρησης των πνευματικών θησαυρών που συγκέντρωσαν οι νεκροί μας, το μοναδικό όργανο της μεταβίβασης-παράδοσης μέσω του οποίου οι νεκροί μπορούν να μιλήσουν στους ζωντανούς. Είναι το μοναδικό εγκόσμιο πράγμα που αποτελεί έναν άμεσο σύνδεσμο με τον αιώνιο προορισμό του ανθρώπου. Γι’ αυτό η υποχρέωση απέναντι σε μία συλλογικότητα μπορεί να συναρτάται με την ολοκληρωτική θυσία. Όμως μερικές συλλογικότητες αντί να προσφέρουν τροφή, κανιβαλίζουν τις ψυχές. Εδώ έχουμε μία «κοινωνική ασθένεια»(σ.σ. υπαινίσσεται τους ναζί), και η πρώτη υποχρέωση είναι να επιχειρήσουμε τη θεραπεία της, ίσως και χειρουργικά. Τέλος υπάρχουν νεκρές συλλογικότητες, που χωρίς να καταβροχθίζουν ψυχές, δεν προσφέρουν τίποτα. Αυτές οφείλουμε να τις αναζωογονήσουμε, ξαναζωντανεύοντας τις ρίζες. Προσοχή, όμως, στο Χρήμα, γιατί καταστρέφει τις ρίζες παντού όπου εισχωρεί, αντικαθιστώντας όλα τα κίνητρα με την επιθυμία του «νικάν»(gagner). Επίσης, η αγάπη για το παρελθόν, την παράδοση θεωρείται πολλές φορές αντιδραστική. Η παράδοση, όμως, δεν είναι αντιδραστική αφ’ εαυτής. Εξάλλου η επανάσταση βασίζει όλο το σφρίγος της στην παράδοση. Μάλιστα, κάθε πολιτικός, δικαιοδοτικός και τεχνικός νεωτερισμός οφείλει να επιτρέπει στους ανθρώπους να ξαναβρούν τις ρίζες τους. Γι’ αυτό η καταστροφή του παρελθόντος είναι ίσως το πιο μεγάλο έγκλημα. Γι’ αυτό σήμερα η δηλητηρίαση της κοινωνίας έχει φθάσει μέχρι τη διαφθορά της δυστυχίας! Οι ξεριζωμένες ψυχές περιπίπτουν σε μαρασμό που μοιάζει με θάνατο, άλλοτε μέσω του λήθαργου και άλλοτε της βίας, όπως συνέβη με τους σκλάβους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έννοια του ξεριζώματος της Βέιλ παραπέμπει στην έννοια της αλλοτρίωσης και της ξένωσης, της αποανθρωποποίησης, όπως συμβαίνει με τους σημερινούς πρόσφυγες που ξεριζώνονται για να σωθούν, αλλά για να σωθούν πρέπει να ξαναριζώσουν. Αντί γι’ αυτό οδεύουν από εξορία σε εξορία, από ξερίζωμα σε ξερίζωμα…
Για "Το ρίζωμα", που εκδόθηκε και στα ελληνικά(Κέδρος), ο Αλμπέρ Καμύ έγραψε: «Μου είναι αδύνατον να φανταστώ μιαν αναγέννηση για την Ευρώπη που να μην έχει υπ' υπόψη τα αιτήματα αυτά, όπως τα προσδιόρισε η Σιμόν Βέιλ».