Ευρωπαϊκή Ένωση και μετα-αποικιοκρατία

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 16.08.20 ]

Υπάρχει "Ευρωπαϊκή Ένωση"; Η στάση της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα με αφορμή τη σημερινή διένεξη με την Τουρκία, δείχνει ότι το εθνικό, εν προκειμένω το γερμανικό, επικρατεί του ευρωπαϊκού. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η Γερμανία έχει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία. Το να μιλάμε, συνεπώς, για ισοτιμία των "ευρωπαίων εταίρων" εντός της ΕΕ, για επικράτηση του ευρωπαϊκού κοινού συμφέροντος και υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συνόρων, είναι όνειρο θερινής νυκτός. Αυτό αποδεικνύεται και από τη στάση των κεντρικών και βόρειων χωρών της ΕΕ στο μεταναστευτικό αλλά και στην χρηματοδοτική αντιμετώπιση της πανδημίας. Τελικά, μετά και την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι πια φανερό ότι έχουμε μία "γερμανική Ευρώπη", που υποτάσσει στα συμφέροντά της τις μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα. Θυμίζουμε ότι στην αρχή της ελληνικής κρίσης(2008) ο γερμανικός Τύπος όριζε τον βαθμό πολιτιστικής καθυστέρησης των "απατεώνων Ελλήνων", που είχαν γι' αυτό ανάγκη κηδεμονίας και μνημονίων! Έτσι διαμορφώνονταν το ιδεολογικό διεθνές περιβάλλον για τη σύσταση της "Ελλαδικής αποικίας" της Γερμανίας, που περιγραφόταν ως αναγκαία "μνημονιακή κηδεμονία" των ανώριμων και σπάταλων, μικροαπατεώνων Ελλήνων. Η μελέτη του Έντουαρντ Σαΐντ "Οριενταλισμός", όπου περιγράφονται τα πολιτιστικά στερεότυπα των δυτικών αποικιοκρατών, ισχύουν και για την Ελλάδα.   

Είναι γνωστό ότι ο όρος "μετααποικιακή Ευρώπη" χρησιμοποιείται, εδώ και πολλά χρόνια, για να περιγράψει τις θεωρητικές και εμπειρικές έρευνες που αφορούν τα ζητήματα που προκύπτουν από τις αποικιοκρατικές σχέσεις και τα επακόλουθά τους. Η μετααποικιακή θεωρία δομείται γύρω από την έννοια του «άλλου» και εστιάζεται στον τρόπο με τον οποίο ο δυτικός αποικιοκρατικός κόσμος χαράσσει την ‘κατωτερότητα’ των αποικιοκρατούμενων. Έτσι εξηγείται η στάση της Ευρώπης σήμερα που δεν ήταν ποτέ υπέρ των αδυνάτων. Οι τελευταίες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, οι στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία(φωτογραφία), η απαγόρευση εισόδου σε πρόσφυγες και τα μνημόνια δείχνουν ότι οι ουμανιστικές ευρωπαϊκές αξίες δεν υφίστανται.

Ο Χάμπερμας στο βιβλίο «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης» θέτει το ζήτημα ως εξής: «Η ένταση μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας εξακολουθεί να υφίσταται, επειδή αγορά και πολιτική βασίζονται σε αντιτιθέμενες αρχές». Η σύγκρουση ανάμεσα στις αγορές και τη δημοκρατία κορυφώνεται. Οι απαιτήσεις των αγορών για φορολογική ανισότητα, αδιαφάνεια, πτώχευση ολόκληρων χωρών, έλλειψη ελέγχου, υπερσυσσώρευση πλούτου σε ελάχιστα άτομα, εκμηδένιση του κοινωνικού κράτους, η απαξίωση των συμφερόντων της συντριπτικής πλειοψηφίας προς όφελος ελαχίστων είναι η απαξίωση κάθε δημοκρατικής αρχής. Η πολιτική που επιβάλλει διαρκή λιτότητα δείχνοντας εμμονή στο αφορολόγητο των πλουσίων –στο όνομα της ανάπτυξης– και ταυτόχρονα προσπαθεί να προστατεύσει το ανέλεγκτο των off-shore εταιρειών, ισχυριζόμενη ότι προασπίζεται το δημόσιο συμφέρον, είναι υποκριτική. Για τον Χάμπερμας τα αποτελέσματα αυτής της «πολιτικής» είναι "η κοινωνική αδικία: το κοινωνικοποιημένο κόστος της αποτυχίας του συστήματος πλήττει σκληρότερα τις ευπαθέστερες κοινωνικές ομάδες. Το πλήθος εκείνων που ούτως ή άλλως δεν ανήκουν στους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης καλείται να πληρώσει άλλη μια φορά το λογαριασμό για τη λειτουργική διαταραχή του χρηματοπιστωτικού συστήματος." Τελικά, το διακύβευμα είναι πρωτίστως πολιτικό: "Σε παγκόσμια κλίμακα, αυτή η τιμωρία εκτυλίσσεται κυρίως στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες". Ο Χάμπερμας εξηγεί ότι: «Είναι η επαίσχυντη πολιτική που παραχωρεί αδυσώπητη κυριαρχία στα επενδυτικά συμφέροντα, που αποδέχεται ασυγκίνητη την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα, που ευνοεί τη δημιουργία ενός Prekariat [ομάδες κοινωνικά και εργασιακά επισφαλείς], που αδιαφορεί για την παιδική φτώχεια, για τους μισθούς πείνας και ούτω καθεξής.».

Η  διαρκής φτωχοποίηση των λαών – κυρίως του νότου – αποτελεί την ιδεολογική χρεοκοπία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και  υπονομεύει πρωτίστως την ίδια την ύπαρξή της. Η συνειδητά αδιέξοδη λιτότητα που επιβάλλεται δεν οδηγεί πουθενά. Η εξαθλίωση των λαών και ο διαμοιρασμός του κρατικού πλούτου στα χέρια των λίγων δεν είναι μόνο κατάλυση της δημοκρατίας, αλλά και ανυπόφορη πρόκληση. Η μετααποικιακή θεωρία που εξηγεί την πολιτική της σημερινής Ευρώπης ως συνέχεια της αποικιακής πολιτικής, περιλαμβάνει τα έργα ενός μεγάλου φάσματος συγγραφέων από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα, όπως παραδείγματος χάρη τους Frantz Fanon, Homi Bhabha, Gayatri Spivak και Edward Said.

 Η Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ(*), Ινδή φιλόσοφος, η οποία ασχολείται με ζητήματα μετα-αποικοκρατίας και φεμινισμού και διδάσκει Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (σημειωτέον ότι είναι η πρώτη έγχρωμη καθηγήτρια στο Columbia University στη διάρκεια της ιστορίας του, των 264 χρόνων), είναι ιδιαίτερα γνωστή για την πολιτική αξιοποίηση σύγχρονων πολιτισμικών και κριτικών θεωριών και για την αμφισβήτηση της κληρονομιάς της αποικιοκρατίας. Οι κριτικές παρεμβάσεις της Σπίβακ τέμνουν ένα μεγάλο εύρος θεωρητικών ενδιαφερόντων, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον μαρξισμό, τον φεμινισμό, την αποδόμηση, τη μετααποικιακή θεωρία και την παγκοσμιοποίηση.

 Η Σπίβακ δίνει έμφαση σε πολιτισμικά κείμενα ανθρώπων και ομάδων που συνήθως περιθωριοποιούνται από τον κυρίαρχο δυτικό πολιτισμό, όπως οι μετανάστες, η εργατική τάξη, οι γυναίκες και το μετααποικιακό υποκείμενο. Στο κείμενό της  «Can the subaltern speak?» η κεντρική ιδέα είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη ορατότητας της γυναικείας αντίστασης. Λέει χαρακτηριστικά ότι οι πράξεις της γυναικείας αντίστασης συμβαίνουν συχνά σε ένα κενό, επί ματαίω, εφόσον δεν υπάρχει μια δομή να τις υποδεχτεί και να τις αναγνωρίσει. Και αυτό θα συμβαίνει όσο «η αρρώστια της κοινωνικής τύφλωσης σχετικά με την έμφυλη ιεραρχία δε θεραπεύεται». Η Σπίβακ αμφισβητεί ταυτόχρονα μερικές από τις κυρίαρχες ιδέες της σύγχρονης εποχής, όπως την αντίληψη περί υπεροχής του δυτικού κόσμου έναντι του μη δυτικού στα επίπεδα του πολιτισμού, της δημοκρατίας και της ανάπτυξης, καθώς και αυτή που θεωρεί τη σύγχρονη μετααποικιακή εποχή περισσότερο νεωτερική και προοδευτική σε σχέση με την περίοδο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα. Η «δρακόντεια λιτότητα» με τις «μικρότερες συντάξεις» είναι η φτωχοποίηση του κόσμου ως αναπόφευκτη (αλλά και απαραίτητη) εκδήλωση της μετααποικιακής πολιτικής. Υπό αυτές τις συνθήκες η έννοια της δημοκρατίας υπονομεύεται ανεπανόρθωτα.

Κατά την Σπίβακ, οι επιπτώσεις της αποικιοκρατίας δεν εξέλιπαν με την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για πολλές πρώην αποικίες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, καθώς οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές που εγκαθιδρύθηκαν με την αποικιοκρατία εξακολούθησαν να διαπερνούν την πολιτισμική, πολιτική και οικονομική ζωή των μετααποικιακών εθνών-κρατών. Αναδεικνύει την αναπαραγωγή των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων που ήταν κυρίαρχες κατά την αποικιοκρατία. Επιπλέον, θεωρεί ότι η ανάδυση των ΗΠΑ ως παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα επανασχεδίασε τους αποικιακούς χάρτες εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του πολυεθνικού κεφαλαίου και διατηρώντας την υποδεέστερη θέση των γυναικών του «Τρίτου Κόσμου».

Όπως ο Σαΐντ και ο Ντεριντά, η Σπίβακ εξετάζει την ύπαρξη ενός δικτύου κειμένων που συγκροτούν τον πραγματικό κόσμο, το οποίο εκτείνεται από τα βρετανικά αποικιακά αρχεία ως τις εξωτερικές πολιτικές των ΗΠΑ, τις εκθέσεις της ηλεκτρονικής χρηματιστηριακής αγοράς και τις εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για το χρέος του «Τρίτου Κόσμου». Σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρεί να αμφισβητήσει μερικές από τις κυρίαρχες ιδέες σχετικά με τη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση. Απέναντι στην κυρίαρχη ιδέα πως η ταχύτητα και ευελιξία της τεχνολογίας επιτρέπουν την αποτελεσματική διακρατική κυκλοφορία ανθρώπων, χρήματος και πληροφοριών, αντιτείνει ότι αυτές οι διαδικασίες ρυθμίζονται επικερδώς από τα πλούσια βιομηχανικά έθνη-κράτη του «Πρώτου Κόσμου», ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού ζει υπό καθεστώς φτώχειας και καταπίεσης.

Σύμφωνα με τη Σπίβακ, το έργο των ιστορικών των «σπουδών των υποδεέστερων» (Subaltern Studies) επεδίωξε να ξαναγράψει την ιστορία από τα κάτω. Το κίνημα εθνικής ανεξαρτησίας διατήρησε τελικά την υπάρχουσα ταξική δομή στην Ινδία, προσδίδοντας πολιτική και οικονομική εξουσία σε μια μικρή ομάδα της μορφωμένης μεσαίας τάξης, αποκλείοντας, εν μέρει ή πλήρως, το μεγαλύτερο και εξαθλιωμένο μέρος του αγροτικού πληθυσμού από τα οφέλη της εθνικής ανεξαρτησίας.

Η Σπίβακ ασχολείται με ζητήματα της σύγχρονης παγκόσμιας συγκυρίας, όπως η σχέση ανάμεσα στο κράτος και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η μετανάστευση, η πολιτογράφηση, η υπηκοότητα, η απέλαση, ο εθνικισμός, η διεθνικότητα και ο ιμπεριαλισμός. Η σκέψη της ταυτίζεται με της Άρεντ, όπως παρουσιάζεται στο δοκίμιο «Η παρακμή του έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου» (από το βιβλίο Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού), όπου η φιλόσοφος στοχάζεται πάνω στη συνθήκη που παράγει ανιθαγενείς (stateless) ανθρώπους που μετατρέπονται σε ανθρώπινα όντα εν γένει, σε «αποβράσματα της γης»: χωρίς δικαιώματα, χωρίς πολιτικές ιδιότητες, χωρίς γνώμη, χωρίς δυνατότητα αυτο-προσδιορισμού και έκφρασης εντός ενός κοινού κόσμου, χωρίς δικαίωμα στη διαμονή, την εργασία, την ισότητα και την ελευθερία δράσης. Οι τρόφιμοι και οι επιζώντες των στρατοπέδων αλλά και οι απάτριδες και οι ανιθαγενείς, γράφει η Άρεντ, ήταν σε θέση να διαπιστώσουν έμπρακτα τα δεινά της βιοπολιτικής που συνεπαγόταν «η αφηρημένη γύμνια του να είναι κανείς άνθρωπος και τίποτα άλλο από άνθρωπος». 

Η Σπίβακ αναλύει κριτικά τη γενεαλογία του έθνους-κράτους, και των πολιτικών και οικονομικών αιτίων της αποσάρθρωσής του, από μια σκοπιά εμποτισμένη από τη φεμινιστική, μετααποικιακή και αντικαπιταλιστική κριτική. Το έργο της προσφέρει πολύτιμες προτάσεις για μια δυνατότητα εναλλακτικής επεξεργασίας του δικαιώματος της υπηκοότητας και του ανήκειν, όπου σημείο αφετηρίας αποτελούν οι «εξαιρέσεις» από την ομογενή και ομοιογενή κοινότητα –οι εξόριστοι, οι απάτριδες, οι μη πολίτες-κάτοικοι– και το δικαίωμά τους στη δικαιοσύνη.

(*) Κείμενο στο Artinews.gr 13-8-2016