«Είναι και χρόνος» του Μάρτιν Χάιντεγκερ
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 28.09.22 ]Ο Χάιντεγκερ κάνει μια αποφασιστική διάκριση ανάμεσα στον "κοινότυπο" ή "καθημερινό" χρόνο, όπου ζει ο μέσος άνθρωπος λογαριάζοντας τα όντα και τα συμβάντα με βάση κάποιους αριθμούς (ώρες, ημέρες, μήνες, έτη), και στον "αρχέγονο" ή "αυθεντικό" χρόνο, στον οποίο οδηγούμαστε μόνο εφόσον αλλάζουμε τη στάση μας απέναντι στα πράγματα και αποστασιοποιούμαστε από τον καθημερινό τρόπο ύπαρξης. Σε αντίθεση προς τον καθημερινό χρόνο, που στρέφεται προπάντων προς τη διάσταση του παρόντος και προς όσα είναι παρόντα ή απόντα, ο αυθεντικός χρόνος είναι στραμμένος "εκστατικά" προς το μέλλον.
Ο άνθρωπος που κατανοεί το Είναι, είναι για τον Χάιντεγκερ ένα ον, που είναι αυτό που είναι, συν τη δυνατότητά του να γίνει κάτι που ακόμα δεν είναι. Είναι δηλαδή ένα ον μπροστά από τον εαυτό του, ένα ον καθ' υπέρβαση, που στοχεύοντας πέρα από αυτό που είναι, επιδιώκει να γίνει αυτό που δεν είναι ακόμα. Η υπερβατικότητα, η έκσταση, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι περιορισμένη εντός των ορίων του κόσμου στον οποίο βρίσκεται. Ο άνθρωπος ως ύπαρξη που υπερβαίνει το Είναι του μέσα στον κόσμο ονομάζεται από τον Χάιντεγκερ Εδωνά Είναι (Dasein). Το Dasein, είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη ανοικτή στο Είναι που σχετίζεται με αυτό και το κατανοεί. Χαρακτηριστικό του είναι η διαρκής κίνηση και η μέριμνα για τον εαυτό του.
Ο άνθρωπος δοκιμάζει το άγχος για τη ριζική εμπειρία του Μηδενός και γι αυτό καταφεύγει σε έναν τρόπο ζωής –την αναυθεντική ύπαρξη– όπου το άγχος αντικαθίσταται και εξορκίζεται από τη μέριμνα για τις πλαστές ανάγκες και συμβάσεις της πραγματικότητας. Ο κόσμος παρουσιάζεται από εμάς τους ίδιους σε εμάς σαν κάτι που καθορίζεται από τους άλλους οι οποίοι υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας. Η ζωή σ’αυτό το μυθικό σύμπαν είναι ακριβώς ο μη αυθεντικός τρόπος ύπαρξης. Αυτή η κατάσταση της «πτώσης» μέσα στους άλλους δεν είναι το προϊόν μόνο των συγκεκριμένων κοινωνικών ή ιστορικών συνθηκών, είναι η κανονική κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μη αυθεντικότητα, η αυτό-αποξένωση, είναι ένα «οντολογικό» χαρακτηριστικό του «Dasein». Το να ενδίδει κανείς στον πειρασμό της καθημερινότητας είναι αναγκαίο συστατικό της ύπαρξης, σημαίνει πολύ απλά το να υπάρχεις. Μέσα σε αυτή την κενότητα του καθημερινού και στην απώλεια του εαυτού αναδύεται όμως εκ των έσω το αίσθημα της ανοικειότητας και η Aγωνία [Angst].Η θαρραλέα αντιμετώπιση του υπαρξιακού άγχους και της ενοχής κάνει τον άνθρωπο να βιώνει την ύπαρξή του με έναν πιο αυθεντικό τρόπο ενώ ο κόσμος των πραγμάτων καλύπτει και κρύβει την αληθινή πραγματικότητα που είναι το Μηδέν.
Με τον όρο αυθεντική ύπαρξη, ο Χάιντεγκερ παραπέμπει στην ικανότητα του ανθρώπου να δεχτεί και να ζήσει χωρίς ψευδαπάτες τη μοίρα του, δηλαδή το να υπάρχει για τον θάνατό του. Η αυθεντικότητα εμφανίζεται όταν ο άνθρωπος βρεθεί ενώπιος ενωπίω με το Μηδέν και με την εμπειρία του τέλους, όπως ο ήρωας του περίφημου διηγήματος του Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», τον οποίον μνημονεύει. Μέσα από την προσωπική εμπειρία του θανάτου του, ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει την αυθεντικότητά του.
Άρα αναλύοντας το ον και την μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξής του ο Χάιντεγκερ διακρίνει την φάση της ψευδεπίγραφης φυσιογνωμίας και την φάση της αυθεντικής παρουσίας του όντος. Ο κόσμος νοείται ως ένα πεδίο δημιουργικότητας με την οποία τροφοδοτείται ο άνθρωπος από την υπερβατική του φύση αλλά και ένας παράγοντας απόσπασης από την ουσία της ύπαρξης. «Στέρηση» είναι ο όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος για να δηλώσει το σκόρπισμα και τη λησμονιά του εαυτού που προέρχεται από τη μέριμνα για τη νοηματοδότηση του κόσμου. Η αληθινή μέριμνα είναι για τον ίδιο τον εαυτό του ανθρώπου και στην οποία οδηγείται από την εμπειρία του τρόμου καθώς αντικρύζει το μηδέν. Τη στιγμή του θανάτου αναπόφευκτα ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι «υπάρχω» αυθεντικά σημαίνει «υπάρχω προς θάνατο». Ο υπαρξικός χρόνος, ως μέλλον, είναι επομένως ο χρόνος του όντος, ο πραγματικός του χρόνος. Η μέριμνα ισοδυναμεί με δυνατότητες στο μέλλον και η ύψιστη αυτών δεν είναι παρά η βίωση της προοπτικής του θανάτου, δεδομένου ότι μόνο τη στιγμή του θανάτου κανείς περιέρχεται στην απόλυτη απομόνωση και είναι αυθεντικός με τον εαυτό του, εφόσον κανείς δεν μπορεί να πεθάνει στη θέση άλλου. Συνεπώς, η προδρομική αντιμετώπιση του θανάτου παρέχει τη δυνατότητα της αναζήτησης του αληθινού εαυτού, κάτι που προσφέρει απελευθέρωση και θέαση των όντων γύρω του στη σωστή τους διάσταση. Ο Χάϊντεγκερ δεν προτρέπει στη μελαγχολία ή στην απαισιοδοξία αλλά -με δεδομένη την πορεία προς το θάνατο- στην υιοθέτηση αυθεντικών τρόπων ύπαρξης. Ουσιαστικά η πορεία προς την αυθεντικότητα σημαίνει υπέρβαση του εξωτερικού καθορισμού και μετάβαση σε υπαρκτική ενεργητικότητα και δημιουργικότητα.
Σύμφωνα με τον George Steiner η θεωρία του Χάϊντεγκερ για το ξερίζωμα και την αποξένωση του ανθρώπου αντλεί στοιχεία από τον Μαρξ: «είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποιες από τις πιο αντιπροσωπευτικές σελίδες του Χάιντεγκερ που αφορούν στην αποπροσωποποίηση του αστικού ανθρώπου του 20ού αιώνα ή στην επεκτατική, κατ’ ουσίαν ιμπεριαλιστική κίνηση της δυτικής επιστήμης και τεχνολογίας, χωρίς το άμεσο προηγούμενο του Das Kapital και την καταδίκη της βιομηχανικής βαρβαρότητας από τον Engels. Με τη σειρά του, το έργο του Χάιντεγκερ, ακόμα και στα σημεία που χαρακτηρίζεται σκοταδιστικό ή και ακόμα χειρότερα, θα επηρεάσει έντονα ολόκληρη τη νεομαρξιστική κριτική της ηθικής της κατανάλωσης, της σκλαβιάς του ανθρώπου από την τεχνολογία και της καταβρόχθισης της ατομικότητας από το “μοναχικό πλήθος”. Ο “μονοδιάστατος άνθρωπος” του Marcuze είναι μια παραλλαγή της ακόμα πιο μεγαλόπνοης χαιντεγκεριανής έννοιας των “πολλών”... Το νεομαρξιστικό ιδανικό μιας καινούργιας “εξανθρωπισμένης τεχνολογίας”, μιας επιστροφής στην αρμονική σύμπτωση ανάμεσα στις ανθρώπινες ανάγκες και στους νόμους της παραγωγής, είναι αμιγώς χαϊντεγκεριανό. Οι αναλογίες ανάμεσα στο Είναι και Χρόνος και στα έργα, αφενός, του Ernst Bloch και, αφετέρου, των “μετα-μαρξιστών” της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι υπαρκτές.»
Όλοι αναρωτιούνται πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος με τόσο προωθημένη σκέψη να εξαπατηθεί από τη λεγόμενη εθνικοσοσιαλιστική υπόθεση; Ήταν ματαιόδοξος, εξαπατήθηκε; Θα συμφωνήσω με τον Γκάνταμερ, που είπε ότι ο Χάιντεγκερ υπήρξε «ο μέγιστος των στοχαστών και ο ελάχιστος των ανθρώπων»