Δουλεύειν μαμμωνά, τουτέστιν όλα για τα φράγκα
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 04.02.20 ]Αν η μετα-φυσική, η παρά Λόγον αίσθηση ότι η ανθρωπινή ύπαρξη υπάρχει μοναχά αναφορικά με αφεντάδες, οι οποίοι καθορίζουν τον επί γης αλλά και τον επουράνιο βίο, αν το θρησκευτικό, δηλαδή, συναίσθημα παρηγορεί την αγωνία της μοναξιάς απέναντι στο θάνατο, γίνεται εύκολα κατανοητό το “διότι” της δύναμης των πάσης φύσεως “αγίων”.
Αλλά η πίστη δεν είναι μοναχά τρόπος αυτοβοήθειας ή θεραπείας από το άλγος της θνητότητας, ούτε υπακούει σε νόρμες λογικής. Είναι, λένε, θείος έρως, λατρεία, που χαροποιεί και νοηματοδοτεί. Και, βέβαια, σε τούτη τη σφαίρα, η ύλη για τον χριστιανό, επί παραδείγματι, ή όποιον άλλον πιστό, είναι άχρηστο πράμα. “...ἐμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδὲ θερίζουσιν ουδὲ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών;..”
“...Ουδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· (...) Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά...”: Η επιτομή της σχέσης των χριστιανών με το χρήμα και την εξουσία του βρίσκεται στα άνωθεν χωρία του Κατά Ματθαίον. Είναι η αρχή, η πεμπτουσία, το πρώτο κινούν το λογισμό και τις πράξεις του πιστού, μια διανοητική αρχή που τον φέρει εγγύτερα στη θέωση, στην κατά το δυνατόν πρόσληψη δηλαδή του θείου κάλλους και στην πρόσμειξη αυτού με τον αμαρτωλό εαυτό του.
Ποιος, όμως, φαντάζεται έναν σύγχρονο επίσκοπο, με τα χρυσοποίκιλτα, τις λιμουζίνες, τις ανώνυμες εταιρείες με τα ξενοδοχεία και τις λοιπές μπίζνες, τις μονές με τα αμύθητα κέρδη και τους συμφυρμούς με κάθε κοσμικότητα, όχι μοναχά να ακολουθεί, αλλά να κατανοεί, σε όχι και πολύ μεγάλο βάθος έστω, τις ίδιες τις Γραφές του;
Είσαι πασίγνωστο πια πως οι ανά τον κόσμο Εκκλησίες -του Ιησού, του Βούδα, του Μωάμεθ, αδιάφορο – δεν είναι παρά συστήματα εξουσίας που εργαλειοποιούν την πίστη του, επονομαζόμενου, κοσμάκη ενισχύοντας την εξουσία τους. Η προβληματική εγγίζει λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης: η συσσώρευση, ο πλούτος και η κατάκτησή του είναι επίσης από τις διαδικασίες που σε κάνουν να νοιώθεις αθάνατος, άρα και τινές των “χριστιανών” γοητεύονται από τούτο το κυνήγι. Οι πάνω πάνω στην ιεραρχία μαζεύουν όλο το χρήμα απ’ το παγκάρι, με τον οβολό – θυμίαμα του φτωχού να γίνεται λιθαράκι για άλλη μια “καλή δουλειά”.
Έτσι κάπως οι Εκκλησίες - ορθόδοξων, καθολικών, προτεσταντών κ.ο.κ. -, ακολουθώντας δηλαδή το δρόμο του χρήματος, προσδέθηκαν, με δεσμούς αίματος, στο άρμα του καπιταλισμού. Ευλόγησαν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αφού συχνάζουν στα σαλόνια των εκμεταλλευτών, κήρυξαν από άμβωνος το μίσος στον Άλλον και καταράστηκαν όποιον προσπάθησε να ανακόψει την αγριάδα τους.
Κι ενώ θα έλεγε κανείς πως οι κατά Χριστόν ζώντες είναι φύσει και κατά τας Γραφάς αριστεροί, προκύπτουν, διαρκώς στην Ιστορία, δεξιότερα της δεξιάς. Καθαρόαιμοι καπιταλιστές.
Οπότε, ας μην εντυπωσιάζεται κανείς που στην Ελλάδα του 2020 η Νίκη Κεραμέως διολισθαίνει διαρκώς. Δεν είναι που της λείπει η δυτική κουλτούρα, απεναντίας: απλώς, όπως σε όλη τη χριστιανική Δύση, ξεπληρώνει κι εκείνη τα γραμμάτια των συνεταίρων της επισκόπων – επιχειρηματιών. Οι αλλαγές στο μάθημα των θρησκευτικών, στη Θεματική Εβδομάδα με τις έμφυλες ταυτότητες ή στο πρόγραμμα σεξουαλικής αγωγής «Φρίξος», δεν είναι, φυσικά, εξαιτίας δικής της ιδεοληπτικής εμμονής. Είναι η διαφύλαξη της προπαγάνδας εκείνων που βοηθεία τους η δεξιά του Κυρίου κυβερνά πάλι τη χώρα, προπαγάνδα αναγκαία για να ρεύσει ζεστό χρήμα στο παγκάρι και να μεγεθύνουν τον πλούτο τους οι κεφαλαιοκράτες της Εκκλησίας.
Η σχέση Δεξιάς – Κεφαλαίου – Εκκλησίας είναι άρρηκτη αλλά και πανομοιότυπη, ακόμα και στις πλέον ανεξίθρησκες και ανεκτικές κοινωνίες. Οι δε κολεγιές της Κεραμέως και της κυβέρνησής της με σχολάρχες, μιντιάρχες, ρασοφόρους και λοιπούς αδελφούς είναι η έκφανση της κανονικότητας του, αγγελικά πλασμένου, κόσμου της.