Δεν μένει εδώ κανείς
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 19.11.17 ]Ο πατέρας έπινε ούζα και κονιάκ στου Γκίκα τον καφενέ. Κάθε βράδυ ανελλιπώς. Ξημερώματα ερχόταν σπίτι. Έξι μήνες μετά, ένα πρωινό, κλείστηκε στο λουτρό. Τσιμουδιά όλοι σας, είπε. Όταν βγήκε, το μουστάκι του έλειπε. Ούτε τρίχα στο πρόσωπο.
Αυτά γίνονταν το ’68, ίσως και το ’69. Ήμουν δεν ήμουν δεκαπέντε. Εμείς από τότε μέναμε στην Αχαρνών. Στα Θυμαράκια.
Τον Θάνο δεν τον κλάψαμε. Κιβούρι δεν του φτιάξαμε. Ο πατέρας μάς το απαγόρεψε. Για όλα φρόντισε το Γενικό Επιτελείο. Ένα χακί πουκάμισο, ένα στρατιωτικό παντελόνι, ένα πηλίκιο, ένα ζευγάρι άρβυλα, μια μεταλλική ταυτότητα και η Αγία Γραφή. Ό,τι μας παρέδωσαν οι Αρχές σ’ ένα πακέτο. «Υπέρ Πατρίδος και Επαναστάσεως» έλεγε το τηλεγράφημα που μας έστειλαν. «Ως χρηστοί πολίτες και καλοί χριστιανοί, να μάθετε ν’ αγαπάτε τον πόνο».
Η μάνα -στα κρυφά-με τα δάκρυά της έπλυνε τα χακί ενθύμια, τα σιδέρωσε, στο κρεβάτι του τα ξάπλωσε. Ο αδερφός σου κάποια μέρα θα ξανάρθει, ψιθύριζε μ’ ένα πόνο βουβό, δεν μπορεί, θα ξανάρθει. Ο πατέρας μέχρι τ’ όνομά του από το κουδούνι έσβησε και δεν ξαναμίλησε γι’ αυτόν.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο Θάνος ακόμα δε λέει να φανεί. Οι εφημερίδες αργότερα έγραψαν πολλά. Για άριστα εκπαιδευμένους βασανιστές και τέτοια. Οι γέροι μου πάει καιρός που έφυγαν. Τελειωμένοι από παλιά και λιθοβολημένοι από παντού. Με τον καιρό όλα σώπασαν. Μόνο οι ρημαγμένες μνήμες σαν το γκλοπ στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας -γκάπα γκούπα- τρυπάνε ακόμα τα μηνίγγια μου.
Κι από το σπίτι μας δε λέει να περάσει κανείς. Κι εγώ δεν έχω ν’ αγαπήσω τίποτα. Κι αν τύχει και με ρωτήσει κάποιος καινούργιος γείτονας αν έμεναν παλιά κι άλλοι άνθρωποι σ’ αυτό το σπίτι, του απαντώ. Δεν μένει εδώ κανείς.
Έτσι, κάποια βράδια που θλιμμένα με επισκέπτονται, χωρίς ιδιαίτερο λόγο μπαίνω στα καμαράκι κι ανοίγω δειλά το μπαούλο με τα ρούχα. Γυρνώντας, ολοένα γυρνώντας -πίσω- μέσα-μου.