Γιατί πολλοί φτωχοί ψηφίζουν Δεξιά;
[ Κώστας Κάππας / Ελλάδα / 12.03.21 ]Σαν να ήταν χτες... Το όνειρο των συντηρητικών και της αστικής τάξης, υλοποιείται και σήμερα: ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης και του λαού αυτοκαταστροφικά επιλέγει, ψηφίζει και παρέχει στους πρώτους τα πολιτικά μέσα να ξηλώσουν όλες τις λαϊκές και εργατικές κατακτήσεις του 20ου αιώνα: 8ωρο, 13ο μισθό, ασφαλιστικά δικαιώματα, συνδικαλισμό, απεργία, δωρεάν δημόσια υγεία, μονιμότητα, δημόσια παιδεία, κ.α., Όλα αυτά με την δικαιολογία ενός παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού ο οποίος “δυστυχώς” δεν δικαιολογεί οικονομικές παροχές, καθ’ ότι απομεινάρια μιας τελειωμένης για τα καλά εποχής. Προβάλλεται και αγιοποιείται η “ατομική υπευθυνότητα”, έναντι “της τεμπελιάς, της απάτης, της εξάρτησης από τα επιδόματα, της ανηθικότητας και του υλισμού”. Στοχοποιούνται ως κλασσικά κακά παραδείγματα, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ρομά, οι δανειολήπτες, οι οικονομικοί μετανάστες, οι ΑΜΕΑ, κ.α.
Η επιτυχία αυτή των αστών, δεν εξηγείται μόνο από την μαχητικότητα και το υποκριτικό ταλέντο των πολιτικών εκπροσώπων της. Στην Ελλάδα, στην Γαλλία, στις ΗΠΑ, σε ολόκληρο τον κόσμο, η Δεξιά επωφελείται τα μέγιστα από τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Ιδιαίτερα, η εξασθένηση των τοπικών συλλογικοτήτων (ενώσεις και σύλλογοι της γειτονιάς, του σχολείου, της δουλειάς) και ιδίως η αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών ενώσεων, οδηγεί έναν σημαντικό αριθμό πολιτών να δουν την σχέση τους με την πολιτική και την κοινωνία, μέσα από ένα πρίσμα ατομικισμού και υπολογισμού.
Οι λόγοι που εκφωνούνται από τους δεξιούς πολιτικούς για “αριστεία”, “αξία της εργασίας”, “συνέπεια”, “παραγωγικότητα” σκοπεύουν ακριβώς αυτό το μικροαστικό και εργατικό κομμάτι της κοινωνίας και το αγγίζουν βαθιά στην ψυχή του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν εμπιστεύονται διαχρονικά το Κράτος, θέλουν να επιλέγουν το σχολείο των παιδιών τους ή την συνοικία που θα μείνουν, για να αποφύγουν τα χειρότερα όπως τα φαντάζονται. Πιστεύουν ότι ως άτομα αξίζουν περισσότερο, αλλά δεν αποζημιώνονται ανάλογα. Εκτιμούν ότι δουλεύουν σκληρά και πληρώνονται μόλις λίγο περισσότερο από τους άνεργους και τους μετανάστες. Τα προνόμια των πλουσίων τούς φαίνονται τόσο απλησίαστα, οπότε θεωρούν ότι δεν τους αφορούν πια. Στα μάτια τους, η διαχωριστική γραμμή δεν ξεχωρίζει προνομιούχους και αδικημένους, καπιταλιστές και φτωχούς, αλλά μισθωτούς όπως οι ίδιοι και “επιδοματούχους” και μετανάστες που ζουν σε βάρος τους.
Στην περιορισμένη και μετρημένη ζωή πολλών προλεταρίων, τα σημαντικά γεγονότα που αναταράζουν την κανονικότητα της άμεσης κοινότητας και αυτών των ιδίων, είναι η άφιξη των ξένων και σε φαντασιακό επίπεδο, «ένα συνονθύλευμα ισλαμιστών, μεταναστών, προσφύγων, γύφτων και ανέργων οι οποίοι κανακεύονται από το Κράτος και ζουν από το υστέρημα μου»...
Οι σκέψεις αυτές είναι βιωματικές από την παιδική ηλικία μόνο ως προς τους Ρομά, αφουγκραζόμενοι τα ρατσιστικά και υποτιμητικά σχόλια των ενηλίκων της τότε εποχής, αλλά πλέον ως ενήλικοι οι ίδιοι, τα ίδια σχόλια αναπαράγονται απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό. Αυτό γιατί ανάλυση και ορθολογιστική αντιμετώπιση των βιωμάτων των πρώτων χρόνων της ζωής (που σημαδεύουν τα άτομα και ορίζουν στάσεις και συμπεριφορές) αλλά και των εμπειριών της ενήλικης ζωής, συνήθως δεν γίνεται από ανθρώπους του μόχθου, που η οικονομική τους κατάσταση και η ανάγκη επιβίωσης δεν επιτρέπει τέτοιες “πολυτέλειες”.
Αντίθετα, η ανέχεια και οι δύσκολες συνθήκες της ζωής τους ίσως τους ωθήσουν στην αναζήτηση συγκεκριμένων “εχθρών”, στους οποίους θα μεταβιβάσουν την πιθανή συσσωρευμένη και συνήθως μη συνειδητοποιημένη, οργή τους για τις “ματαιώσεις” της ζωής τους, για την καταπίεση και την αλλοτρίωση τις οποίες υφίστανται, τόσο στον χώρο της εργασίας τους όσο και στην ιδιωτική τους ζωή, η οποία απέχει πολύ από την συλλογική ζωή της μικρής παραδοσιακής κοινότητας, της κωμόπολης ή του χωριού στο οποίο μεγάλωσαν.
Πολλοί μεροκαματιάρηδες, εξ αιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών ανταγωνισμού οι οποίες χαρακτηρίζουν την δύσκολη ζωή τους (η οποία με το ακατανίκητο δόλωμα της κοινωνίας της αφθονίας, δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της όρια αυτάρκειας) έχουν διαμορφώσει έναν έντονα εγωκεντρικό αλλά και φοβισμένο για την τύχη του τύπο, ο οποίος επηρεάζει όλες τις εκδηλώσεις τους. Έτσι φοβισμένοι, χωρίς δεσμούς, με μια ζωή στερημένη, αδυνατούν να ασχοληθούν με εξω-ατομικά θέματα. Η Εξουσία, το Κράτος, το Κοινωνικό Σύστημα καθίστανται έννοιες αφηρημένες και μακρινές, έξω από το άμεσο περιβάλλον και τις πρακτικές τις οποίες αναπτύσσουν στην καθημερινή τους ζωή.
Δεν είναι εύκολο να διεκδικήσουν. Άλλωστε το κοινωνικό σύστημα και τα καταναλωτικά πρότυπα τα οποία προβάλλονται, ο κομφορμισμός και αποπροσανατολισμός από το αίτημα μίας ανθρωπινότερης ζωής οι οποίοι ανεπαίσθητα επιβάλλονται και διαβρώνουν συνειδήσεις, έχουν δυσκολέψει έως περιορίσει τις επιλογές αυτών των κοινωνικών στρωμάτων. Με αυτήν την ζαλάδα στην σκέψη και την αναταραχή στην καρδιά, πολλοί προλετάριοι και μικροαστοί ψάχνουν τον πιο κοντινό “εχθρό”, εκείνον που απειλεί πιο πολύ την εικόνα στον καθρέπτη τους και την αυτοεκτίμησή τους καθώς η ύπαρξή του φωνάζει “δεν διαφέρεις πολύ από εμένα”.
Όλη αυτή η οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια που φέρνει ο νέος άγριος καπιταλισμός, οδηγεί ένα μεγάλο τμήμα του προλεταριάτου και των μικροαστών να αναζητήσει την ασφάλεια αλλού, σε έναν κόσμο “ηθικό”, ο οποίος δεν θα κινείται τόσο γρήγορα και τρομακτικά. Έναν κόσμο ο οποίος θα επαναφέρει στην καθημερινότητα τις παλιές, χειρίσιμες και οικείες εικόνες: πρωινή προσευχή στα σχολεία, έπαρση της σημαίας και παραδοσιακός γάμος στην Εκκλησία, έστω και εάν το αντίτιμο είναι δεκάωρη καθημερινή εργασία και κατάργηση της αργίας της Κυριακής. Ταυτόχρονα, οι αστοί αυτοσυγχωρούνται περνώντας το μήνυμα “Καταρρέει η οικογένεια γιατί το Κράτος παραείναι πάνω από το κεφάλι του πολίτη και τον διαφεντεύει”. Με αυτόν τον τρόπο παντρεύεται ο υπερφιλελευθερισμός του καπιταλισμού με τον πουριτανισμό.
Η δημιουργία αυτής της “ζεστής, ηθικής και ασφαλούς φωλιάς” για την προστασία από το τσουνάμι που λέγεται 21ος αιώνας, εντείνει την αντιδραστική πολιτικοποίηση της Εκκλησίας (και δυστυχώς και εκατομμυρίων πιστών της) και της επέμβασης της στα θέματα της Κοινωνίας και της Πολιτικής: Δυναμική συμμετοχή του κλήρου στα συλλαλητήρια για την Μακεδονία, επανενεργοποίηση των κατηχητικών, στοχοποίηση και αφορισμός μη αρεστών πολιτικών κομμάτων και προσώπων, ρατσισμός και φωνές κατά των μουσουλμάνων προσφύγων και της ανέγερσης τζαμιών στην χώρα μας, πόλεμος κατά των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, κατά της άμβλωσης, κατά του συμφώνου συμβίωσης. Η σύμπλευση της Πολιτείας με την συντηρητική Ιεραρχία οδηγεί στην αντιεπιστημονικότητα και στην ανευθυνότητα: αγιασμός για θωράκιση από τον κορωνοϊό, μετάληψη και συνωστισμός γιατί “ο Χριστός δεν μεταδίδει τον ιό”. Μάλλον οι ψήφοι είναι πολλές και προσδίδουν σημαντικό βάρος στα επιχειρήματα…
Αυτή η τακτική επιτυγχάνει σε σημαντικό βαθμό τον στόχο της. Την ώρα που οι αστικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προσφέρουν αφειδώς μειώσεις φόρων στους πλούσιους και σκανδαλώδεις απαλλαγές στις εταιρείες, οι ίδιες υπόσχονται στους μικρούς και ταπεινούς, την εφαρμογή του νόμου, τον πατριωτισμό, τον περίπατο της χαρούμενης οικογένειας σε μια ασφαλή πόλη, όχι από την εγκληματικότητα των γκάγκστερς, αλλά ξεκαθαρισμένη από διαδηλώσεις, αφίσσες, φασαρίες και αναρχικούς.
Η Δεξιά προβάλλεται ως περισσότερο σαφής και αποφασισμένη από την Αριστερά, λιγότερο αφελής, πιο ‘αντρίκια’ και πιο κοντά στην σιωπηλή πλειοψηφία, στον απλό εργαζόμενο που ξυπνάει χαράματα, βγάζει τίμια το ψωμί του, μακριά από παράπονα και παραλυτικές απεργίες. Οι έξι πυλώνες της: Νόμος, Τάξη, Εργασία, Αξία, Ήθος, Οικογένεια.
Η βασική πολιτική είναι σαφής: Η Δεξιά θα κάνει τα πάντα και με συστηματικό τρόπο, ώστε να ελαχιστοποιήσει το ενδιαφέρον των πολιτών για την Οικονομία και να το μεγιστοποιήσει για τους έξι πυλώνες με έμφαση στις (νεφελώδεις) “Αξίες”: “Πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα οι Αξίες”. Μόλις τελειώσουν όμως οι εκλογές και κερδηθούν, οι αξιακές μεγαλοστομίες λησμονούνται και τα αντιλαϊκά οικονομικά νομοσχέδια παράγονται με ρυθμό πολυβόλου.
Ίσως αυτό το κείμενο απαντά, εν μέρει τουλάχιστον, στην απορία μία φίλης τις προάλλες: “Πως είναι δυνατόν να ψηφίζεις Δεξιά όταν, έστω μία φορά στην ζωή σου, έχεις δουλέψει κάτω από ένα αφεντικό;”