Για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου

[ Θωμάς Κοροβίνης / Ελλάδα / 17.09.21 ]

ΣΕ ΠΑΝΤΕΡΗΜΟ ΦΑΡΟ (1999)

- μνήμη Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου-

Σε παντέρημο φάρο σκαρφαλώνεις να βγεις,
να χορτάσεις ατέλειωτα, αξημέρωτα βράδια,
τις βαθύζωνες θάλασσες, τα βαπόρια τ’ αργά,
μεθυσμένα που πνίγονται στ’ αλμυρά τα σκοτάδια.

Σε λιμάνια μισόφωτα απ’ την κρυψώνα θα δεις
λυσσασμένες χορεύτριες κι αιμοβόρους αλήτες,
θα βρεις άσπιλο έφηβο, βοηθό κι οδηγό,
ίσκιο μες στο λιοπύρι σου, φαναράκι τις νύχτες.

Σε τυφλά παρασόκακα, γλιστερές λεωφόρους,
φλογισμένο λαχάνιασμα και φωνή μαγκωμένη,
χαλασμένο γραμμόφωνο, η ανάσα σου κλαίει,
να’ ταν ψεύτης ο θάνατος, να μην πάμε χαμένοι.
------------------------------------------------------------------
Όλη η ποίηση του μέγιστου λυρικού είναι μουσκεμένη απ' τα στοιχειά αληθινών ή φανταστικών ανοίξεων που του βάθαιναν τον καημό του ερμητισμού του. Εκτός από μια ολόκληρη συλλογή, 'Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης, με δεκαέξι ποιήματα, η λέξη άνοιξη, με τις αναφορές τις σχετικές μ' αυτήν, με το φάσμα της, ανιχνεύεται και παντοκρατορεύει με την συχνή παρουσία της όσο καμιά άλλη δυναμικά φορτισμένη λέξη ή έννοια στο σύμπαν του ποιητικού corpus αυτού του σπουδαίου πνευματικού ανθρώπου, που τον καταδίωκαν τα πάθη του, που τον γνωρίσαμε λίγο μα τον αγαπήσαμε βαθιά και που έζησε ξένος σε μια Θεσσαλονίκη άξενη που καθόρισε τη μοίρα του, κατέφυγε περίπου αυτοεξόριστος στην πρωτεύουσα, πέρασε εκεί κάποια άγρια χρόνια -τον βοήθησε τότε πολύ ο φίλος μας ποιητής Γιώργος Χρονάς- κι άφησε το κουφάρι του σ' ένα ξεχασμένο πλυσταριό -δυο μήνες αργότερα μας είχαν έρθει τα μαντάτα του και μας είχαν συγκλονίσει. Με σπάνιες γνώσεις γύρω απ' την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, υπέροχος γαλλομαθής, εξαίρετος μεταφραστής του Ρεμπώ (Εκλάμψεις) μας άφησε κληρονομιά πολλά, ξεχωριστά, απαράμιλλα λυρικά διαμάντια με την βαθιά αίσθηση της ευσπλαχνίας προς τα ταπεινά και τα απόβλητα και τη στιφή γεύση μιας σοδειάς ανεπίδοτων ερώτων που του ρήμαξαν την ψυχή. Η άνοιξη που μου πήρε κι άλλους λατρεμένους, τον Κουγιουμτζή, τον Παπάζογλου, τον Ρασούλη, μου τον φέρνει πάντα στο νου ολοζώντανο, σύντροφο παρηγορητικό.

----------------------------------------------------------------
Μια κι έρχεται μεγαλοβδόμαδο διαλέγω το συνταρακτικό ποίημά του

ΙΟΥΔΑΣ

Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι αυτή, ν' αφεθή, κι ο αέρας του βραδιού
να του χτενίζει τα μαλλιά. Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα
ο πυρετός του έκαιγε το στόμα. Τι κι αν τ' αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή
ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση

Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση. Ήτανε
φίλος μου
μ' έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν. Με ξεχώρισε στο ανώνυμο πλήθος και μου' σφιξε το χέρι -'δεν χώρισα ποτέ ευθύνες' είπε
'δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά τι είναι αλήθεια'