Για ποιο λόγο γράφουμε;

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 15.04.22 ]

«Τι σημαίνει γράφω;», «Για ποιο λόγο γράφουμε;», «για ποιον γράφουμε;», ρωτάει ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, για να θέσει στη συνέχεια το ζήτημα της «στρατευμένης τέχνης».

Ο «στρατευμένος» πεζογράφος ξέρει ότι «ο λόγος είναι δράση, γι’ αυτό ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος της δράσης, της "δευτερεύουσας δράσης", που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει δράση δια της αποκάλυψης». Υπ' αυτή την οπτική κάνουν λάθος εκείνοι που μιλούν συλλήβδην απαξιωτικά για την "πένα" ή το "πληκτρολόγιο", εντάσσοντας τη γραφή στην κατηγορία της "μη δράσης". Οι λέξεις είναι «πιστόλια γεμάτα σφαίρες», και ο συγγραφέας μιλώντας, δηλαδή γράφοντας, πυροβολεί στόχους. Ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι; Οι αποκαλύψεις της αδικίας, που έτσι δίνουν υπόσταση στη δικαιοσύνη. Κοντολογίς, ο συγγραφέας δρα γράφοντας για να αλλάξει τον κόσμο. Ακόμα και οι "λέξεις" που είναι "σφαίρες άσφαιρες", όταν δηλαδή δεν αποκαλύπτουν, κι αυτές "δράση" είναι, αλλά από την πλευρά της εξουσίας, που επιχειρεί να συγκαλύψει και να αποχαυνώσει. Είναι τότε που η λογο-τεχνία γίνεται μία τεχνο-λογία της εξουσίας. Τα έργα, συνεπώς, των συγγραφέων που υπακούουν στη λογική της καθεστηκυίας τάξης και της συντήρησης, είναι «πίνακες απογραφής της αστικής περιουσίας, εκθέσεις ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, που τείνουν αδιαφοροποίητα να θεμελιώσουν τα δικαιώματα της ελίτ και να καταδείξουν τη σοφία των θεσμών- εγχειρίδια πολιτισμένης συμπεριφοράς», γράφει ο Σαρτρ. Και συνεχίζει, αν η λογοτεχνία «ήταν αναγκασμένη να μεταστραφεί σε καθαρή προπαγάνδα ή σε καθαρή ψυχαγωγία, η κοινωνία θα περιέπιπτε και πάλι στο βούρκο του αδιαμεσολάβητου, δηλαδή στη ζωή χωρίς μνήμη των υμενοπτέρων και των γαστερόποδων».

Ο συγγραφέας, που επιδιώκει την αλλαγή της συμβολικής τάξης στην προοπτική της κοινωνικής δικαιοσύνης, διακινδυνεύει, καθώς αντιδρούν σ' αυτό τόσο η πολιτική εξουσία όσο και η ίδια η κοινωνία, που δεν επιθυμεί να την παρουσιάσουν όπως πραγματικά είναι, αλλά θέλει έναν καθρέφτη που να κολακεύει και να συμφωνεί με τη γνώμη που έχει η ίδια για τον εαυτό της. Γι’ αυτό οι ανατρεπτικοί λογοτέχνες είναι αποτυχημένοι εμπορικά.

Πολλές φορές και οι ανατρεπτικοί λογοτέχνες και διανοούμενοι γίνονται "τεχνο-λόγοι" της εξουσίας. Γιατί ο διανοούμενος, όπως γράφει ο Τ. Αντόρνο στα Minima Moralia, όταν βυθίζεται εντελώς στην υλική πρακτική και τα χρησιμοθηρικά-οικονομικά- οφέλη της, χάνει την ευαισθησία και το κριτικό του πνεύμα και «απειλείται από την επανάπτωση στον κυνισμό και τη βαρβαρότητα». Βέβαια, κι από την άλλη, εάν ο διανοούμενος ενασχολείται μόνο με τα λεγόμενα πνευματικά πράγματα, αποκομμένος από την οικονομική πραγματικότητα και την υλική αναπαραγωγή της ζωής, κινδυνεύει να υποστασιοποιήσει ως απόλυτο το πνεύμα του κι έτσι από τον φετιχισμό του χρήματος να οδηγείται στο φετιχισμό της κουλτούρας.

Τελικά, η εξευτελιστική επιλογή που θέτει σε όλα τα μέλη του ο όψιμος καπιταλισμός είναι: Ή να γίνεις «ενήλικος»-να ευθυγραμμιστείς- ή να μείνεις παιδί- γραφικός και «τρελός»- έξω από ατομικές, ωφελιμιστικές σκοπιμότητες, βιώνεται έντονα από τους ανθρώπους της διανόησης. Μια μέση, ισορροπημένη κατάσταση, όπου ο διανοούμενος να μην χρειάζεται να "ξεπουληθεί", δεν υπάρχει στο ισχύον σύστημα.

 Τι μπορεί να κάνει υπό αυτές τις συνθήκες ένας διανοούμενος, ένας λογοτέχνης; Ποια πρέπει να είναι η στάση του; Μεταξύ της μοναξιάς που συνεπάγεται η συμμαχία με τους μειονεκτούντες και της ευθυγράμμισης με τους «μονόδρομους» των ισχυρών, ο Ε. Σαΐντ επιλέγει την εξορία στους οργεώνες του περιθ-ωρίου, τη σχοινοβασία του «μέσα-έξω», τη συμπεριφορά του απρόβλεπτου, του ανοίκειου· απορρίπτει τους «ημέτερους», αυτούς που οι Γάλλοι ονομάζουν «τσοπανόσκυλα της εξουσίας»: με τις εκατό «δουλειές», το χαμηλό «πνευματικό κεφάλαιο», μία «ορατότητα» κερδισμένη στην σκηνή των μέσων μαζικής ενημέρωσης κι έναν «λόγο» δήθεν καταγγελτικό, με ολίγον Φρόιντ και πολλή «κυλόττα»· τους νέο-δογματικούς που πιστεύουν ότι το αδιανόητο, το ανήκουστο και το ανείπωτο έχουν εκλείψει και ότι η πραγματικότητα κινείται σ’ ένα καθορισμένο προ-οπτικό πεδίο, ότι το είναι ουσιώνεται ως επι-φαίνεσθαι και ο άνθρωπος ως στατιστικό δεδομένο. Ο ρόλος του διανοούμενου σήμερα, σύμφωνα με τον Ε. Σαΐντ, είναι να ανοίγει το δρόμο για «μια νέα ευαισθησία» απέναντι στη θέση των υποτιμημένων, των λησμονημένων και των αφανών…».

 

*Φωτογραφία: Ο Ρεμπώ στην Κομμούνα του Παρισιού