Βους επί γλώσση μέγας βέβηκεν
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 14.06.20 ]Γνωστά πράγματα θα πούμε, τα ξέρουνε καλά από την αρχαιότητα ακόμα, οι γλωσσαμύντορες της αρχαιομάθειας, αλλά προπαντός… οι γλωσσαμύντορες της κλοπής∙ αρχαιόθεν και αυτοί. Ιδιαίτερα αυτοί. Και τα τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια. Ανεξαρτήτως θρησκείας βεβαίως, αφού όλες οι θρησκείες και όλα τα δόγματα κατά τον ρουν της Ιστορίας προσαρμόζονται με εντυπωσιακή ευκολία στην θρησκεία του Χρήματος. Η Ορθοδοξία Μας και η Εκκλησίας Μας δεν αποτελούν εξαίρεση και ουδόλως κινδυνεύουν από κάποιον μιαρό αλλόπιστο να τους αλλοτριώσει ως προς αυτό. Το έχουν κάνει από μόνες τους.
Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας που είναι ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου. Μαζί με τις «Χοηφόρες» και τις «Ευμενίδες» συναποτελούν την τριλογία «Ορέστεια» με την οποία, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του κατέλαβε το 458 π.χ. την πρώτη θέση στους δραματικούς αγώνες. Στον «Αγαμέμνονα» λοιπόν, ο Φύλακας τελειώνει τον Πρόλογο με μια φράση που αρχίζει έτσι: «Τα δ’ άλλα σιγώ∙ βους επί γλώσση μέγας βέβηκεν» Τουθόπερ μεθερμηνευόμενο (μετ. Ι.Ν.Γρυπάρης), πάει να πει, «πιότερα δε μιλώ∙ βόδι μεγάλο επάνω στη γλώσσα μου πατά».
Εύκολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς (άλλωστε η αθωότητα από αρχαιοτάτων χρόνων πουλιέται μπιρ παρά στις αγορές και στα παζάρια από τους πονηρούς εμπόρους), ότι δεν είναι δυνατόν να μιλήσεις όταν έχεις πάνω στη γλώσσα σου το βάρος ενός βοδιού. Αν μάλιστα το βόδι φέρνει και λίγο προς τον Τραμπ, όχι να μιλήσεις, αλλά ούτε να αναπνεύσεις…
Εδώ όμως ο μέγας τραγικός των τραγικών, ο Αισχύλος, χρησιμοποιεί την μεταφορά όχι την κυριολεξία, επειδή το νόμισμα των Μυκηνών είχε χαραγμένο πάνω του ένα βόδι. Έτσι η συγκεκριμένη φράση που (όπως πολλές φράσεις της ποίησης) εισήλθε στην καθομιλουμένη, κατέληξε να χρησιμοποιείται για την δωροδοκία. Αυτή η σιωπή δηλαδή, κατέληξε να αποτελεί ομολογία ενοχής: «Δεν μπορώ να μιλήσω γιατί το στόμα μου είναι γεμάτο λεφτά». Ή, «είμαι μπουκωμένος φράγκα». Ή, «έχω ένα σκασμό λεφτά στο στόμα μου κι εσύ θες να μιλήσω»; Και άλλα πολλά παρόμοια.
Τι ακριβώς, λοιπόν, δεν καταλαβαίνετε όσοι ζητάτε από τον Πρωθυπουργό, πρώτα, από τον Πέτσα ύστερα, από τον Βρούτση λίγο παλαιότερα και από μύριους άλλους εκατόγχειρες και βαθείς γνώστες των αρχαίων ελληνικών Μας και διαπρύσιους ιεροκήρυκες της κοσμιωτάτης διαγωγής αλά Κεραμέως, να σας πούνε που πήγαν τα λεφτά. Του «Μένουμε σπίτι», των voucher και των Σκόϊλ Ελικικού, της Novartis, του ΚΕΕΛΠΝΟ, της Siemens και… και…
Θα σας παρακαλέσω να μην επιμείνετε αφού είναι φανερό: ολόκληρο βόδι έχουν οι άνθρωποι πάνω στη γλώσσα τους πώς να μιλήσουν; Εδώ γι’ αυτό το βόδι, στικάκια ξεχάστηκαν μέσα σε συρτάρια, ειδήσεις κρύφτηκαν κάτω από μαξιλάρια, τραπεζικοί λογαριασμοί έγιναν αριθμοί τηλεφώνων, διαπρεπής δημοσιολόγος κόντεψε να γίνει «μπούρδας Καραβάγγος» και να γκρεμίζει νοσοκομεία, το Σύνταγμα ποδοπατήθηκε, οι νόμοι έγιναν κομφετί, ανώτατοι εισαγγελείς διασύρθηκαν επειδή δεν πάτησαν τον όρκο τους και τόσα άλλα.
Μια τεράστια αγέλη από βόδια που άλλους τους πατά στη γλώσσα κι άλλους στο στήθος και τους λιώνει τη ζωή, περιφέρεται ανενόχλητη, κι εσείς ρωτάτε που πήγαν τα λεφτά του «Μένουμε σπίτι». Είμαστε σοβαροί; Αν ήταν ο Άκης Πάνου θα απαντούσε, «μολόγα τα, μολόγα τα, τα φράγκα μοιρολόγα τα, που γίνανε χορτάρι για τ’ αλόγατα».
Αμ τι; Εδώ διάβασα κάπου για τον Λούλη (που παρανόμως βρίσκεται στην θέση του γ.γ. Τουρισμού), ότι δεν διώχνεις αβασάνιστα – κι ας γίνεσαι ρεζίλι – έναν άνθρωπο που είναι ταμίας στο ίδρυμα Μητσοτάκη. Με άλλα λόγια, ποιος ξέρει ποιά και πόσα "βόδια" κυκλοφορούνε εκεί μέσα. Άλλοι ξέρουν, αλλά είπαμε…
Άλλωστε και ο Φύλακας αφού λέει τα περί βοδιού που πατάει τη γλώσσα του, συνεχίζει και τελειώνει τον Πρόλογο έτσι: «οίκος δ’ αυτός, ει φθογγήν λάβοι, σαφέστατ’ αν λέξειεν∙ ως εκών εγώ μαθούσιν αυδώ κού μαθούσι λήθομαι». Που θα πει, «μ’ αν έπαιρναν οι τοίχοι φωνή θα τα ‘λεαν ξάστερα∙ με νιώθουν όσοι ξέρουν, κι όποιος δεν τα ξέρει, ας μη με νιώσει».
Το θέμα λοιπόν δεν είναι να ρωτάμε τον Μητσοτάκη, τον Πέτσα και τους λοιπούς. Το θέμα είναι να κάνουμε τους άλλους να μας νιώσουν. Και να πιστέψουμε πως ναι: οι τοίχοι έχουν αυτιά. Και φωνή.