Βιρτζίνια Γουλφ: Έζησε αιωρούμενη στα άκρα

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 28.03.22 ]

Η Βιρτζίνια Γουλφ είναι η σημαντικότερη, ίσως, αγγλίδα συγγραφέας και άφησε πίσω της σπουδαία μυθιστορήματα και δοκίμια, έργα-σταθμούς στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως: «Μια ωραία μέρα της Κας Νταλογουέη», «Στο φάρο»,  «Ορλάντο», «τα κύματα» ή το δοκίμιο «Ένα δωμάτιο ολοδικό σου».

Η Γουλφ αυτοκτόνησε στις 28 Μαρτίου του 1941, όταν ρίχτηκε στον ποταμό Ουζ(Ouse) έχοντας βάλει πέτρες στις τσέπες της. Κάθε μυστικό της ψυχής της, κάθε εμπειρία της ζωής της, κάθε ποιότητα του μυαλού της είναι αποτυπωμένα στο έργο της. Σαρωτική η γραφή της, με συνεχή ροή, γεμάτη εσωτερικούς κραδασμούς, καταφέρνει να μείνει διαχρονική. Ιέρεια του μοντερνισμού υπήρξε ταυτόχρονα και αγωνίστρια. Αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στη μέγιστη έξαψη και στη βαθιά κατάθλιψη, η οποία, κάθε φορά που τελείωνε ένα βιβλίο, έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Μισούσε τη βία οποιασδήποτε μορφής. Μίλησε για την απελευθέρωση της γυναίκας (A Room of One’s Own  (1929), Three Guineas (1938), και είναι γνωστή για την περιφρόνηση της προς τις κοινωνικές συμβάσεις. Οι αντιλήψεις για τα δύο φύλα έρχονταν σε σύγκρουση με τις παγιωμένες αντιλήψεις της πατριαρχικής αγγλικής κοινωνίας. Στο λογοτεχνικό έργο της αποτυπώνονται επίσης το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης, η μοναξιά αλλά και ο δύσκολος αγώνας απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου υπήρξε σημαντική μορφή στη λογοτεχνική κοινωνία του Λονδίνου και μέλος της Ομάδας Μπλούμσμπερυ. Μεγάλωσε σε περιβάλλον καλλιτεχνικό με επιρροές από τη βικτωριανή λογοτεχνική κοινωνία. Οι Χένρυ Τζέιμς, Τζωρτζ Έλλιοτ, Τζωρτζ Χένρυ Λιούις ήταν μεταξύ των επισκεπτών του σπιτιού της πατρικής της οικογένειας. Στην τεράστια βιβλιοθήκη του πατρικού της διδάχτηκε τους κλασικούς και την αγγλική λογοτεχνία. Παντρεύτηκε τον συγγραφέα Λέοναρντ Γουλφ το 1912 με τον οποίο συνεργάστηκαν επίσης επαγγελματικά, ιδρύοντας το 1917 τις εκδόσεις Hogarth Press που δημοσίευσαν στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος των έργων της αλλά και πολλά  ακόμη ονόματα όπως η Γερτρούδη Στάιν, ο Έλιοτ άλλα και μεταφράσεις από τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε  και από το έργο του Φρόυντ του οποίου τις μελέτες εκτιμούσαν ιδιαιτέρως.

Στο “ένα δικό σου δωμάτιο” αναφέρει: “Θα ήταν φοβερό κρίμα αν οι γυναίκες έγραφαν σαν τους άντρες ή ακόμα κι αν έμοιαζαν με τους άντρες, γιατί τη στιγμή που δεν επαρκούν δύο φύλα, αν λάβουμε υπόψη την απεραντοσύνη και ποικιλομορφία του κόσμου, πώς θα τα βγάζαμε πέρα με ένα και μόνο; Δεν όφειλε η μόρφωση να προβάλλει και να ενισχύει τις διαφορές μάλλον παρά τις ομοιότητες ανάμεσα σ’ αυτά; Γιατί ακόμα κι έτσι έχουμε πολλές ομοιότητες, και τίποτα δεν θα προσέφερε μεγαλύτερη υπηρεσία στην ανθρωπότητα, από το να γυρίσει κάποιος εξερευνητής και να μας πει για άλλα φύλα, που κοιτάζουν ανάμεσα από τα κλαδιά άλλων δέντρων σε άλλους ουρανούς. Και κόντρα σ’ αυτό θα είχαμε και την απέραντη ικανοποίηση να δούμε τον καθηγητή χ να τρέχει να φέρει τις μεζούρες του για ν’ αποδείξει πως αυτός είναι ανώτερος.”

Η γραφή της Γουλφ είναι εκπληκτική, έχει τη δύναμη να εστιάζει στα φαινομενικά ασήμαντα ενώ οι χαρακτήρες της είναι άνθρωποι που αμφιβάλλουν και βασανίζονται. Επιτρέπει στις σκέψεις των ηρώων της να «ταξιδεύουν» και να ακροβατούν σε σκέψεις και όνειρα, πόνους και αγωνίες. Έζησε αιωρούμενη στα άκρα, περνώντας από την μοναξιά και την τρέλα στην απόλυτη ευτυχία.Το σημαντικότερο είναι ότι αρνήθηκε να χωρέσει σε οποιαδήποτε νόρμα. Μαζί με τον Τζόις και τον Προυστ θεωρείται από τους πιο καινοτόμους συγγραφείς της εποχής της, καθώς  αναζητούσε συνεχώς νέες φόρμες και παρακολουθούσε τις  κοινωνικές εξελίξεις.

 Σ' αυτό που θεωρείται η τελευταία σημείωσή της προς τον σύζυγό της έγραψε:

«Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω... ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ' απίστευτο βαθμό. Θέλω να σ' το πω αυτό -ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ' είχε σώσει, αυτός θα 'σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να 'ναι ευτυχέστεροι απ' όσο ήμασταν εμείς».

Ίσως πριν πέσει στο ποτάμι να σκεφτόταν όσα έγραφε στα «Κύματα»:

«Και μέσα μου το κύμα φουσκώνει, σηκώνεται, λυγίζει τη ράχη του. Για άλλη μια φορά νιώθω μια καινούργια επιθυμία να φουντώνει, να ορθώνεται σαν το περήφανο άλογο που ο καβαλάρης του το κεντρίζει κι ύστερα το συγκρατεί. Ποιόν εχθρό βλέπουμε τώρα να προχωράει κατά πάνω μας, εγώ και συ άλογό μου, καθώς στεκόμαστε και χτυπάμε, την οπλή στο πεζοδρόμιο; Το θάνατο. Ο Θάνατος είναι ο εχθρός. Ενάντια στο θάνατο καλπάζω με το ακόντιο μπροστά και τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν, σαν το νέο παιδί, σαν τον Πάρσιφαλ που κάλπαζε στην Ινδία. Χώνω βαθιά τα σπιρούνια στ΄ άλογο μου. Καταπάνω σου θα ορμήσω, ανένδοτος κι ανυποχώρητος, Θάνατε!»