Εκδόθηκε σε περιορισμένα αντίτυπα το βιβλίο "ΚΩΣΤΑΚΙΟΙ, ταξίδι στα νερά της μνήμης".
Αναδημοσιεύουμε τον πρόλογο του βιβλίου
Η πατρίδα, που θα μπορούσε να λέγεται και μητρίδα, είναι οι πρώτοι ήχοι, οι οικείες λαλιές, οι ομιλούσες σιωπές, τα χρώματα και οι σκιές του γενέθλιου αντικειμενικού χώρου. Είναι εκεί που «παίρνουμε φωνές», όπως τα πουλιά, εκεί όπου ριζώνεται μέσα στην ύπαρξη ο χώρος-μάνα, ο χώρος-φιλία, ο χώρος-παιγνίδι, ο χώρος-συλλογικότητα, ο χώρος-χορός, ο χώρος-χωριό. Ο τόπος είναι μνήμη, είναι μνεία, είναι χώρος και λόγος, ένας κοινός τόπος αναφοράς, η «ρίζα» μας.
Το παιδί δεν «βλέπει» αρχικά τίποτ’ άλλο παρά μόνο τον ορίζοντα των απροσδιοριστιών που αργότερα θα σχηματοποιήσει σε μορφές. Το νόημα της ζωής βρίσκεται αρχικά ως προ-υπάρχον στη «θόρυβο-γλώσσα» των οικείων φωνών, της μάνας, της βάβως, του πάππου, του πατέρα, στους ήχους και τα χρώματα του κάμπου, του βάλτου και της θάλασσας. Πρώτα ριζώνεται ο χώρος μέσα στην ύπαρξη και ακολουθεί η εγγραφή του σώματος της ύπαρξης στον κόσμο.
Ο αντικειμενικός χώρος, η πέτρινη εκκλησία του Άι Γιώργη με την πλατεία των παιγνιδιών και των πανηγυριών, το σχολείο με τα υπέροχα ψηλά πεύκα που φύτεψαν οι πατεράδες μας, οι έξοχοι κήποι με τις ορτανσίες, τα ζουμπούλια, τα «χιόνια», τις τριανταφυλλιές όλων των χρωμάτων, τα νυχτολούλουδα, οι ανθισμένες πορτοκαλιές με το μεθυστικό άρωμά τους, ο Επιτάφιος, η Ανάσταση, το καλοσκαίρισμα των κερασιών, οι κυριακάτικες εκδρομές με τις φρέζες στη θάλασσα, η δουλειά στα χωράφια, το ξαπόσταμα στις κρεβατίνες των δέντρων και στα τσαρδάκια, οι μπαξέδες με το χρυσάφι τους, που φορές γινόταν «κίτρινος παγωμένος θάνατος», η ατέλειωτη βροχή, και πάλι η Άνοιξη, η ομορφιά, η χαρά, και η ζωή που εντέλει νικά και χαίρεται… εδώ οικειωθήκαμε την Ομορφιά, την Αγάπη, την Απελπισία, τη Χαρά, τον Πόνο, την Αλληλεγγύη, εδώ σ’ αυτό το χωριό με το δύσκολο όνομα: ΚΩΣΤΑΚΙΟΙ.
Εδώ είπαμε «…Μακάριοι όσοι μπούκωσαν το στόμα τους με μισοφαγωμένα από τα πουλιά σύκα»[1], όσοι κρέμασαν στ’ αυτιά τους σκουλαρίκια-κεράσια σαν ευτυχισμένοι πειρατές, όσοι έφαγαν κατακόκκινα τζίτζιφα και μελίκοκα και κράτησαν στον ουρανίσκο τους τις αναμνήσεις από τη γεύση του μελιού τους.
Το «ρίζωμα»[2] είναι η πιο σπουδαία και η πιο παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος «ριζώνει» μέσα από την πραγματική, ενεργητική και φυσική συμμετοχή του στην ύπαρξη μιας συλλογικότητας. Και το χωριό ως κοινωνική συλλογικότητα συνιστά το μοναδικό όργανο διατήρησης των πνευματικών θησαυρών που συγκέντρωσαν οι πρόγονοί μας, το μοναδικό όργανο μεταβίβασης-παράδοσης με το οποίο οι νεκροί μπορούν να μιλήσουν στους ζωντανούς. Γι’ αυτό οφείλουμε να ενισχύσουμε τις συλλογικότητες που μαθαίνουν στα παιδιά τους χορούς και τα τραγούδια μας, που μεταδίδουν την όλβια αλλά και την επώδυνη μνήμη στους νεότερους, που τους μαθαίνουν το συνανήκειν, την αλληλεγγύη και την αγάπη, καθώς και ότι ο τόπος μας δεν ήταν μόνο παράδεισος. Το χωριό μας και η περιοχή της Άρτας γενικότερα θεωρούνταν «τόπος δυσμενούς μετάθεσης υπαλλήλων: το κλίμα, λένε, είναι υγρό… λασπότοπος… με θανάσιμους βροχερούς χειμώνες, όπου άμα αρχίσουν οι βροχές! Καλόν Απρίλη θα δούμε ήλιο!»[3]. Μετά τη δυσμένεια όμως προκύπτει η «ευμένεια», μετά τον μαύρο χειμώνα η απίστευτης ομορφιάς άνοιξη. Όλα τα απόλυτα είναι εδώ: η φύση, το φως, ο τόπος, οι άνθρωποι, όλα…
Γι’ αυτό εδώ δεν μπορεί κανείς να πει σαν τον Καμύ: «Έχω δύο πατρίδες, το φως κι εσένα…», γιατί το φως και το σκοτάδι, η κόλαση και ο παράδεισος είναι σ’ ένα… Αυτήν την ενιαία πατρίδα θα ιστορήσω, μέσα από τις δικές μου μνήμες και τη δική μου «ματιά»…
[1] Δημήτρης Τζιόβας, Όλβια μνήμη, διήγημα
[2] L’ enracinement, folio essays, Gallimard, 1949
[3] Γ. Δάλλας, Μια πόλη στοιχειωμένη