Από τη Μάγδα Φύσσα ως την αδελφή του Jacob Blake
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 06.09.20 ]Είναι η Letetra Widman, αδελφή του Jacob Blake, του νεαρού Αφροαμερικανού που χτυπήθηκε αναίτια και πισώπλατα με επτά σφαίρες από έναν λευκό αστυνομικό στην Kenosha (Wisconsin). Είναι Παρασκευή 28 Αυγούστου, η νεαρή γυναίκα βρίσκεται στο βήμα και απευθύνεται σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που συγκεντρώθηκαν στο National Mall της Ουάσινγκτον για να εκφράσουν την οργή τους εναντίον του κρατικού ρατσισμού και της αστυνομικής βίας. Η Letetra παροτρύνει τους μαύρους Αμερικανούς να «σηκωθούν και να αγωνισθούν...».
Πρόσφατα, ο Philonise Floyd, ο αδελφός του George Floyd, που δολοφονήθηκε από έναν ρατσιστή λευκό αστυνομικό, στη Μινεάπολη (Μινεσότα), εντάχθηκε σε αυτήν την ομάδα των συγγενών θυμάτων αστυνομικής βίας και ρατσισμού. Τον Ιούνιο μίλησε στην επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων για τον «ανείπωτο πόνο» και ζήτησε μεταρρυθμίσεις που θα «τερματίσουν αυτό το μαρτύριο».
Σε κάθε νέα ρατσιστική τραγωδία, η αμερικανική γνώμη, για την ακρίβεια ένα μεγάλο μέρος της, ταυτίζεται με την οικογένεια του θύματος. Τα συστημικά μίντια παίζουν το ρόλο τους σ’ αυτό, καθώς καθιστούν το δράμα θέαμα. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποδυναμώνουν την ένταση του σοκ, εντάσσοντας την υπόθεση σ’ ένα ρεπερτόριο αφηγημάτων ρατσισμού και αστυνομικής βίας. Το γεγονός αποκτά μια «φίξιον» διάσταση, γίνεται τηλερεάλιτι, λογοτεχνικό αφήγημα, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο, και τελικά παύει να είναι πραγματικότητα. Για την ακρίβεια γίνεται ένα κινηματογραφικό έργο που βασίζεται σε μία «αληθινή ιστορία»! Όμως, η ενσωμάτωση της τραγωδίας από το κυρίαρχο επικοινωνιακό σύστημα «χαλάει» από το «δρόμο», από την γενικευμένη κοινωνική διαμαρτυρία, στην οποία ηγούνται τα πιο συνειδητά μέλη των οικογενειών των θυμάτων.
Αρχικά, επιχειρείται η απομείωση των συγγενών ως «σημαιών» του ακτιβισμού. Τους τυφλώνουν με τους προβολείς, τους περικυκλώνουν με κάμερες και μαρκουτσοφόρους δημοσιογράφους, με πολιτικούς και δικηγόρους. Τους καλούν να εκθέσουν τον προβληματισμό τους σχετικά με τον ρατσισμό της αμερικανικής κοινωνίας, να πουν τη γνώμη τους για την αστυνομική βία και να κάνουν έκκληση για ηρεμία. Όλα αυτά «αφήνουν λίγα περιθώρια πένθους» γράφει κάποιος στην εφημερίδα Le Monde. Από εδώ αρχίζει η υπονόμευση, καθώς στοχοποιείται η διαδικασία του πένθους, επειδή δεν γίνεται σύμφωνα με τις επιταγές της αμερικανικής ψυχαναλυτικής εταιρείας. Δεν είναι δηλαδή ιδιωτικό πένθος, αλλά δημόσιο. Αποδοκιμάζεται έτσι η μετουσίωση του πένθους σε δημόσια ενεργητική πράξη, σε έναν αγώνα προκειμένου να εκλείψουν οι αιτίες που όπλισαν την ψυχή και το χέρι των δολοφόνων. Αλλά τι να καταλάβουν αυτοί από μοίρασμα του πόνου; Τι να καταλάβουν τα ψυχαναλυτικά τους πρωτόκολλα από την μεγαλωσύνη της Μάγδας Φύσσα, της Μάνας που τραγουδά: «Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου, σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.»;