Όταν ο Λουντέμης συνάντησε τον Σκαρίμπα

[ ARTI news / Ελλάδα / 01.09.21 ]

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Δαμασκηνού:

«Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας. Ένα δοκίμιο-μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη»,

Εκδόσεις Ραδάμανθυς

Η συνάντηση με τον Γιάννη Σκαρίμπα στη Χαλκίδα

Για κάποιο διάστημα ο Λουντέμης φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Γιάννη Σκαρίμπα στη Χαλκίδα, που ήταν επηρεασμένος κι αυτός από το έργο του διάσημου Νορβηγού συγγραφέα Κνουτ Χάμσουν[1] και είχε εκδώσει λίγα χρόνια πριν, το 1933, το Θείο Τραγί.[2]  Το καλοκαίρι του 1933, ο Μενέλαος Λουντέμης πήγε στη Χαλκίδα παίρνοντας μαζί του και το κασελάκι του λούστρου για να βρει ένα κομμάτι ψωμί να τρώει γυαλίζοντας τα παπούτσια των περαστικών στην παραλία: «Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που χτυπούσε το κασελάκι κι έβαφε παπούτσια», διηγείται ο Αριστείδης Κλάδος, «πλησιάζει ένας κύριος φτιαγμένος, ακουμπάει, του βάφει τα παπούτσια και ο Μενέλαος περιμένει να… πληρωθεί για τη δουλειά που έκανε. Μόλις, λοιπόν, τελειώνει αυτός, δίνει μια κλωτσιά στο κασελάκι, μαζί με τα αυτά (ενν. τις βούρτσες και τ’ άλλα σύνεργα της δουλειάς)… και τα πετάει και πάνε στη θάλασσα. Εξαγριωμένος ο Μενέλαος του λέει «Τι μου έκανες»… «Σήκω απάνω», του λέει, «Είμαι ο Σκαρίμπας. Δεν με γνώρισες; Άιντε να πάμε στο σπίτι να φας ένα κομμάτι ψωμί, να μάθεις και τα κοπέλια να παίζουνε κιθάρα και να τραγουδούνε».[3]

Τη συνάντηση αυτή με τον Γιάννη Σκαρίμπα, έχει περιγράψει – με κάπως διαφορετικό τρόπο πράγματι – και ο ίδιος ο Μενέλαος Λουντέμης στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους: «Για δουλειά – είχα ασυμμάζευτο το νου μου – δεν ήταν για να κάνω σήμερα ούτε σταλιά. Πέρασα όμως να δω τον κυρ Γιάννη, το συγγραφέα που λέγανε, με το σακατιλίκι. Και μήπως ήταν η πρώτη φορά που περνούσα; Δύο φορές την ημέρα έβγαζα τη μύτη μου απ’ τη γωνιά για να δω πως κάνανε αυτοί που έχουνε αυτή την αρρώστια. Παράξενος πολύ ο κυρ Γιάννης. Είχε ένα στρογγυλό κεφάλι με μεγάλο βασανισμένο κούτελο και μικρό σφικτό μπόι. Καθόταν στο γραφείο του με τις φορτωτικές μπροστά του, κι έγραφε βιβλία. Σκέπαζε με το ’να του χέρι το στόμα του και με τ’ άλλο χιμούσε με το μολύβι πάνω στα χαρτιά και τα γιόμιζε λόγια. Ύστερα τραβούσε μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του κι έκλεινε τα μάτια∙ μα ξάφνου τα ξανάνοιγε σαν να τον ξυπνούσαν με τσιμπιά, και ξαναχυνόταν στα χαρτιά. Ήταν τόσο σπουδαία τα καμώματά του που, και βιβλία να μην έγραφε, έφτανε. Μα είδα ένα βιβλίο του και κάηκα. Καημοί στο Γριπονήσι το ’λέγαν. Μου το εξοικονόμησε ο Τριαντάφυλλος με τη σούστα.[4] Έτσι μάλιστα! Αυτό ήταν βιβλίο. Κόλλησα πάνω του με τη μούρη μου σαν χαλκομανία και δεν έλεγα να την ξεκολλήσω. Λοιπόν αυτός ο άνθρωπος δεν είχε μόνο σπουδαία φερσίματα. Έγραφε και σπουδαία βιβλία. Φαίνεται ότι το να βαστάς το στόμα σου είναι ένα κάμωμα που χρειάζεται για να μη βγαίνουν τα λόγια αποκεί, αλλά απ’ την πένα. Καημοί στο Γριπονήσι, λοιπόν, που δεν ήταν καθόλου στο Γριπονήσι, γιατί ήταν στην καρδιά του.

 -Έχει γραμμένα κάμποσα, μου είχε πει ο Τριαντάφυλλος. Γράφει που λες ο δικός σου, γράφει με την ψυχή του. Η πένα του γεννάει σαν κλώσα. Κόσμος και ντουνιάς τον έχει μαθημένο. Ως κι η Αθήνα τον πήρε μυρουδιά. Βάλανε τα φύλλα και τη φωτογραφία του. Όπου το μαθαίνει, που λες, ένας μπάρμπας του αποκεί κάτω κι έρχεται άναυλα ο άνθρωπος στη Χαλκίδα και τον πιάνει απ’ τον γιακά. «Βρε Γιάννη», του λέει. «Βρε ανιψιέ! Τι ειν’ αυτό που πάθαμε με σένα; Δεν έχουμε μούτρα να βγούμε στον κόσμο. Πάει, έκανες ρεζίλι όλο σου το σόι. Δεν κοτάω[5] να χαιρετήσω άνθρωπο. Ως και στα φύλλα σε περάσανε. Τι ειν’ αυτό; Απατεώνας γίνηκες ή φονιάς; Μ’ αρωτάνε και δεν ξέρω τι να πω. Όχι, δεν είναι συγγενής μου», τους λέω, «είναι… στάσου να δεις πως το είπε… Α! το βρήκα! Είναι συνονοματία!»

-Συνωνυμία.

-Ναι, έτσι. Αυτά που λες. Μαθεύτηκε και παραόξω και τώρα δεν περιμαζεύεται το κακό.

-Κακό είναι;

-Εμ… τι ’ναι; Καλό είναι; Ο γείτονάς μου ο γερο-Βουρκάς ξέρεις πως τις λέει τις εφημερίδες; Πατσαβούρες! Δίκιο έχει. Και το ξέρεις η εφημερίδα δεν είναι φοράδα να της αρπάξεις τα γκέμια και να της τα τραβήξεις – αν ήταν σου ’λεγα ’γω! Είναι βούκινο, να. Έτσι και σε μαγκώσει, πας, χάθηκες.

-Τριαντάφυλλε, τώρα εσύ μιλάς κι εγώ σκέφτομαι. Σκέφτομαι… Εγώ δεν έχω κανέναν μπάρμπα για να με πιάσει απ’ το γιακά. Ούτε και συνονοματία, όπως το λες, έχω με κανέναν. Λοιπόν έχω σκοπό να την κάνω κι εγώ αυτή τη δουλειά.

-Μίλα καλά!

-Να, αυτό τον σκοπό έχω.

-Μη… αν αγαπάς το Θεό! Μην το κάνεις!

-Ναι, μα τώρα πια το ’κανα.

-Ε, πάει… το χάσαμε τοι παιδί.

-Γιατί που το βρίσκεις το κακό;

-Πού το βρίσκω; Να, κάτσε κι άκου: Κορόιδο των σκυλιών θα γίνεις. Θα σε πάρουνε στο ψιλό ως κι οι κουκουβάγιες. Δεν θα κοτάς να πεις τ’ όνομά σου και θα γουρλώνουνε τα μάτια τους. «Αυτός είναι», θα λένε, «κρίμα στο παιδί. Και δε μοιάζει για τέτοιος». Έτσι όπως σ’ το λέω θα γίνει. Και κανένας δε θα σε ζυγώνει. Ετοίμασ’ το λουράκι σου για σφίξιμο. Θα παίξει η κοιλιά σου Καραϊσκάκη που θα χορεύουνε τα σκουλήκια μέσα σου τσιφτετέλι. Κατάλαβες;

-Να, μα τώρα εγώ πια… Καταλαβαίνεις… ό,τι έγινε, δεν ξεγίνεται. Το περιοδικό γράφει τ’ όνομά μου, τελείωσε. Να, κοίτα.

Έβγαλα από τον κόρφο μου το φυλλάδιο κι έδειξα το μέρος που είχε το όνομά μου. Ο Τριαντάφυλλος με κοιτούσε σα σημαδεμένο.

-Βλέπεις, Τριαντάφυλλε… τώρα πάει πια.

-Το βλέπω, φουκαρά μου… το βλέπω, και σε κλαίνε τα μάτια μου.

Άναψ’ ένα τσιγάρο, τράβηξε δύο ρουφηξιές κι έφυγε. Το ύφος του ήταν πένθιμο. «Πάει, το χάσαμε το παιδί».

Έφυγε σέρνοντας τα πόδια του σαν να τραβούσε βολοκόπο.[6] Τον λυπήθηκα.

-Τριαντάφυλλε… φώναξα τρέχοντας ξοπίσω του.

Σταμάτησε και γύρισε να με δει μόνο με το κεφάλι.

-Καρτέρα με… του λέω.

Ακούμπησε σ’ ένα ντουβάρι και με περίμενε: Τι θέλεις;

-Δε θέλω να φύγεις σεκλετισμένος, του λέω. Εσύ… αν σου πούνε να κόψεις το τσιγάρο, το μπορείς;

-Όχι. Μα τούτο το δικό σου δεν είναι τσιγάρο… αυτό είναι άλλου λογιού σακατιλίκι… είναι εύκολο. Τι είναι; μια πορδή. Κι εγώ έγραφα κάποτες σε μια. Έβανα το κεφάλι μου κάτω και το ζούλαγα… και γένναε κάτι πουλάκια!… Κάτι πουλάκια, αδερφέ μου… που την έκαναν και πότιζε εφτά βολές την ημέρα.

-Τι πράμα πότιζε;

-Τα λελούδια της… Αχ! την πουτάνα!…

-Γιατί τη βρίζεις;

-Την αγάπαγα.

Πέταξε κάτω το τσιγάρο του και το ξεκοίλιασε:

-Τέλος… ασ’ τηνα τώρα… Α παράτα με να φύγω… Γεια σου.

Έφυγε. Και τώρα ήταν πιο λυπημένος. Έφευγε με βαρύ κεφάλι… κι όλο ήθελε κάτι να κλοτσήσει, κι όλο μετάνιωνε. Στο τέλος μετακίνησε πάνω στο κεφάλι τη σκούφια του και χώθηκε σ’ ένα στενό.

Κι εγώ πήρα το κασέλι μου κι έβγαλα πάλι τη μύτη μου από μια γωνιά για να ξαναδώ το συγγραφέα. Φαίνεται όμως ότι σήμερα την παραέβγαλα τη μύτη μου, γιατί κάποια στιγμή ο κυρ Γιάννης με μυρίστηκε.

-Έλα δω! κάνει με το χέρι -κι εγώ κοίταξα πως είχε πολύ κοντά δάχτυλα.

Ύστερα ξεσκέπασε το στόμα του και με φώναξε και με τ’ άλλο χέρι.

«Γυάλισμα θέλει», σκέφτηκα. Και ξεκίνησα και πήγα με χαμηλωμένα μάτια.

Το γραφείο του βρωμούσε τσιγαρίλα.

-Τι είσαι ’συ, μου λέει.

-Λούστρος.

-Λούστρος;

-Λούστρος.

-Λούστρος, ε;

-Λούστρος.

-Και θέλεις να σε πιστέψω;

-Τι να γίνει…

-Ε, δε σε πιστεύω! Ακούς;

-Ναι.

-Τι ναι; Είσαι για δεν είσαι;

-Είμαι.

-Είσαι; Ε, τότε αν εσύ είσαι λούστρος, εγώ είμαι ο αυτοκράτορας της Κίνας. Έχεις ακουστά για τον αυτοκράτορα της Κίνας;

-Όχι.

-Ε, τότε άκουσ’ το. Ο αυτοκράτορας δεν έχει Κίνα.

-Τι;

-Δηλαδή… η Κίνα δεν έχει αυτοκράτορα.

-Καλά κάνει.

-Ναι, μα τότε εσύ δεν είσαι λούστρος.

-Τι φταίω ’γω; Τι να σας κάνω;

-Έχεις δίκιο: τι φταις εσύ; Φταίω γω…

-Χαίρετε, κύριε…

-Χαίρετε; Δε «χαίρεται» καθόλου. Για στάσου μια στιγμή. Δε μου λες; Γιατί φαγώνεσαι να γυρεύεις τα βιβλία μου;

Δεν του απάντησα. Συνεννόηση μηδέν. Ο κυρ Γιάννης κατάλαβε ότι έδαφος συνεννοήσεως δεν υπήρχε. Όπως είχα, λοιπόν, το κασελάκι καθισμένο κάτω, βάζει ξαφνικά απάνω τα παπούτσια του.

-Λουστράρισέ με!… μου λέει.

Κάθισα υποταχτικά και φρόνιμα. Έβγαλα με τάξη τα σύνεργα. Ξεσκόνισα το παντελόνι, καθάρισα τις σκόνες σύμφωνα μ’ όλους τους κανόνες της επιστήμης -όπως μου τους δίδαξε ο πρώτος μου εκείνος πελάτης και διδάσκαλος.

Ο κυρ Γιάννης με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Μόλις τελείωσα, χτύπησε μια-δυο στο τσιμέντο τα παπούτσια του και τα καμάρωνε.

-Τελείωσες, ε; Μπράβο. Δωσ’ μου τώρα το κασελάκι σου.

Το πήρε απ’ το λουρί και το πέταξε σε μια γωνιά.

-Αν το ξαναπιάσεις, θα σου σπάσω τα χέρια! μου λέει. Άκουσες;    

-Γιατί;

-Γιατί… είναι ντροπή σου… Όχι! Λάθος το είπα. Γιατί είναι ντροπή μου. Σε ξέρουμε, ερίφη.[7] Ακούς πράματα; Είδα και το διήγημα σου στη Νέα Εστία… «Μια πόλη με πολλά αστέρια κάτω από μια νύχτα με…». Τέλος πάντων. Δεν θυμούμαι ολάκερο τον τίτλο. Είναι και λίγο τζαναμπέτικος. Όμως, όμορφο πράμα, δυνατό. Εσύ, πάει, μας συγύρισες όλους. Λοιπόν: άκου τώρα το σημερινό πρόγραμμα. Τράβα ξουρίσου, τράβα πλύσου, συμμορφώσου λίγο – πώς το λένε; Κατόπιν πέρνα να με πάρεις. Πίνεις μια στάλα; Ωραία. Πέρνα να με πάρεις να πάμε σε καμιά παλιοταβέρνα… Πού κοιμάσαι; Καράμπαμπα; Μπα που να σε χαλάσει ο Θεός. Τέλος. Τράβα, πάρε τα συμπράγκαλά σου και κατέβα. Στο σπίτι έχω μεγάλο ασκέρι και δε χωράς. Θα πω του μπάρμπα-Νικόλα να σε βολέψει σ’ ένα καμαράκι.

-Τι; Σε ξενοδοχείο θα πάω;

-Μη σκας, χάνι είναι. Για έλα λίγο παραόξω μαζί μου. Δεν βλέπεις τι γράφει;

-Βλέπω. «Πανδοχείον η Ωραία Αγουλινίτσα».

-Ε, δεν το έλεγε πάντα έτσι. Πρώτα το έλεγε «Λαϊκόν Κοιμητήριον». Αλλά έπαθε παρατράγωδα… και τ’ άφησε. Μια βραδιά του κουβαλήσανε έναν… πεθαμένο! Τέλος, αυτά είναι άλλη ιστορία. Κείνο που καίει τώρα είναι να σε τακτοποιήσουμε για ύπνο. Και αύριο βλέπουμε και για δουλειά.

-Τι δουλειά;

-Δουλειά! Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι θα σ’ αφήσω να γκιζεράς[8] με το κασελάκι!

-Γιατί; Τι πειράζει; Δεν ντρέπομαι.

-Ντρέπομαι εγώ. Είναι κρίμα, αδικία! Είναι έγκλημα, πως το λένε; Άμα σε δω να ξαναπάρεις το κασέλι, να, θα σιχαθώ τον εαυτό μου. Στην πίστη μου σου λέω. Λοιπόν, πάψε να το ψιψιρίζεις. Α, να, κατά φωνή… [9]

[1]Βλ. επίσης Μαρία Πολυχρονά, «Οι αλήτες του Κνουτ Χάμσουν και οι συνοδοιπόροι τους στην πεζογραφία του Μεσοπολέμου, εισήγηση στο Γ’ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα, 2-4 Ιουνίου 2006.

[2] «Το Θείο Τραγί εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Γιάννη Σκαρίμπα, μικρό σε έκταση. Ο ήρωας, που ονομάζεται Γιάννης, συνονόματος του συγγραφέα, επέλεξε συνειδητά το ρόλο του περιπλανώμενου αλήτη παρά την παιδεία που φαίνεται ότι διαθέτει», Δημήτρης Παλάζης, Γιάννης Σκαρίμπας, Το Θείο Τραγί, εκδόσεις Νεφέλη, critique.gr-ηλεκτρονικό περιοδικό κριτικής για τις Τέχνες και τα Γράμματα (βλ. και Γιάννης Σκαρίμπας, Το θείο Τραγί, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993). Ο ήρωας, του Σκαρίμπα, δηλαδή, είναι ένας πραγματικός αλήτης· όχι ένας κατά βάθος αγαθοποιός γέροντας, αλλά κάποιος που αληθινά ζέχνει απ’ την απλυσιά και διαπράττει του κόσμου τις δαιμονικές ανομίες. Ο Σκαρίμπας μιμείται τον Χάμσουν για να τον αναποδογυρίσει, αναποδογυρίζοντας ταυτόχρονα και ολόκληρη τη στηριγμένη στον «αγαθό» Θεό ηθική. Και ενώ η σχέση του Σκαρίμπα με τον Χάμσουν έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί από την δεκαετία του 1930, μονάχα η σύγχρονη έρευνα έχει δει την παρωδιακή ανατροπή του Χάμσουν που επιδιώκει ο Σκαρίμπας. (Βλ. Eleni Papargyriou, Reading Games in Twentieth Century Greek Fiction, κεφάλαιο 5, «Playful montage and collage in Yannis Skarimbas’ Μαριάμπας», Οξφόρδη 2005).

[3] Βλ. την αφήγηση του Αριστείδη Κλάδου στην εκπομπή: Εποχές και συγγραφείς, αφιερωμένη στον Μενέλαο Λουντέμη.

[4] σούστα η : (εδώ) είδος μόνιππου δίτροχου οχήματος

[5] κοτάω: προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κοτώ [κοτώ, δηλ. ρισκάρω – κόττος, ο κύβος, δηλ. το ζάρι. Κοττίζω, παίζω ζάρια, τζογάρω]. Στα νέα ελληνικά, το ρήμα κοτάω αποδίδεται σε άτομα, τα οποία επιδεικνύουν δειλία και αποφεύγουν την άμεση σύγκρουση, είναι δηλ. άτολμα. 

[6] βολοκόπος ο: (λαϊκότρ.) σβάρνα, εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβόλων και για το ίσιωμα του χωραφιού μετά το όργωμα.

[7] ερίφης ο θηλ. ερίφισσα: (εδώ, μειωτ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο: α. κακό, σκληρόκαρδο. β. ψεύτη ή πονηρό.

[8] γκιζεράω ή γκιζερίζω: τριγυρνάω.

[9] Μενέλαος Λουντέμης, Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους, εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 61-69.