Ένας «διάλογος» με τον Έντγκαρ Μορέν
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 08.07.21 ]Σήμερα ο Γάλλος στοχαστής Έντγκαρ Μορέν συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής. Τον θυμάμαι το 2017 (8 Ιουλίου) στην Αβινιόν, να μιλάει για έναν διάλογο των πολιτισμών, και όχι για σύγκρουση, όπως έκανε ο Χάντιγκτον. Να θεωρεί ότι μόνο η πολιτική που θα βασίζεται στην ποιητική, δηλαδή στη δημιουργική δύναμη της τέχνης και της φιλοσοφικής σκέψης, μπορεί να συλλάβει την πολυπλοκότητα της πατρίδας μας, που είναι η Γη.
Σύμφωνα με τον Έντγκαρ Μορέν: «Η ζωή μας έχει δύο πόλους: Ο ένας είναι η πρόζα και ο άλλος η ποίηση. Χρησιμοποιούμε την πρόζα όταν είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε πράγματα εξ ανάγκης, χωρίς χαρά, που δεν μας αρέσουν, που μας προκαλούν πλήξη.
Η κυριαρχία των αριθμών και η πολυδιάσπαση σε κλειστά «κουτιά» του πολιτισμού μας τείνουν να καταπνίξουν την ποίηση. Αλλά μπορούμε να αντισταθούμε. Οι σουρεαλιστές το είχαν καταλάβει, η ποίηση απαγγέλλεται, διαβάζεται, αλλά κυρίως βιώνεται. Αυτή βρίσκεται παντού όπου υπάρχει έκπτωση της επικοινωνίας, της αγάπης, της χαράς και του παιχνιδιού. Εμείς θα τη βρούμε στις ομορφιές της φύσης, στο θέατρο και στον κινηματογράφο ή στις άλλες τέχνες.
Σήμερα, όμως, όλο το ποιητικό μέρος της ζωής απειλείται. Για να ανθίσει, θα πρέπει να επιτραπεί η ανάπτυξη και, συγχρόνως, η πραγματοποίηση του «εγώ» στο πλαίσιο της κοινότητας. Αν το «εμείς» πνίγει το «εγώ», η ποίηση αυτοκαταστρέφεται...», καταλήγει ο Μορέν.
Αλλά για ποιο Εγώ -ρωτάμε εμείς- να μιλήσει ένας άνεργος, ένας άστεγος και πολύ περισσότερο ένας μετανάστης, που η μόνη του δύναμη είναι το Εμείς; Εκείνη η αγκαλιά μεταξύ των «γυμνών ζωών» που μπορεί κάπως να τις ζεστάνει; Ποια ποίηση και ποια τέχνη να βιώσουν οι άνθρωποι που χάνουν τα παιδιά τους στη Μεσόγειο, που γεύονται το θάνατο κάθε στιγμή; Ή μήπως στην ποίηση συγκαταλέγεται και η τραγωδία; Μόνο που αυτή η ποίηση δεν ανθίζει στους «ποιητές», δηλαδή στους δρώντες, αφού αυτοί πεθαίνουν. Ενδεχομένως, να βοηθούν τους άλλους, τους «απέξω», τους κατοίκους των ευγενών προαστίων, τους «από πάνω», αυτούς που ζουν στις απαστράπτουσες κοσμοπόλεις, να βελτιώσουν την ευαισθησία τους.
Αλλά είναι πραγματικά παράδοξο, την ώρα που εμείς στο μεσογειακό νότο μιλάμε για την ανάγκη να ανθίσουν οι συλλογικότητες που έχουν διαλυθεί από την κουλτούρα του Εγώ, ο Μορέν και οι βόρειοι ξαναμιλούν για τον περιορισμό του Εγώ, που ασφυκτιά στη μέγκενη του Εμείς! Μα πως μπορεί, αλήθεια, να ανθίσει ένα Εγώ, όταν χιλιάδες συνάνθρωποί του πεθαίνουν στην Αφρική, στην Ασία κι αλλού από πείνα και πόλεμο; όταν χιλιάδες παιδιά πνίγονται στη Μεσόγειο στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τον βέβαιο θάνατο, που οι δυτικοί έμμεσα ή άμεσα προκαλούν; Πως το «Εγώ» μπορεί να ανθίζει μέσα σε τόσο θάνατο; Μόνο ένα ναρκισσιστικό, διαστροφικό, βαμπιρικό Εγώ μπορεί να φύεται στο έδαφος της σημερινής δυστοπίας.
Ασφαλώς και η πολιτική μπορεί να είναι “ποιητική”, αλλά όχι σε μια κοινωνία κανιβάλων και εγκληματιών νάρκισσων, ούτε των περίφημων her omnes (οι κύριοι όλος ο κόσμος) του Κάφκα. Η πολιτική για να στηρίζεται στην “ποίηση” έχει ανάγκη να επανεφεύρει την αρμονική σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τη φύση του, και αντί του καταναλωτικού ανθρώπου, του homo narcissus να δημιουργήσει τον homo poeticus (Jean-Claude Pinson). Ο ποιητικός ή δημιουργικός άνθρωπος αρνείται να υπαχθεί στον παραγωγικό μύλο και τον καταναλωτισμό, και επιδιώκει την εφεύρεση εναλλακτικών τρόπων ζωής, όπου ο καθένας θα είναι ποιητής της δικής του ύπαρξης. Αυτή η πρόταση, όμως, περιλαμβάνει ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, μία άλλη κουλτούρα και μία διαφορετική οικονομία της ύπαρξης.
Στην παραπάνω προοπτική το θέμα δεν είναι το περισσότερο Εγώ ή το λιγότερο Εμείς, όπως το θέτει ο Έντγκαρ Μορέν, αλλά ο αγώνας για μια νέα σύνθεση: «…Το βασίλειο του ανθρώπου δεν είναι ο στενόχωρος και αγχωτικός χώρος του ίδιου του εγώ, ούτε η αφηρημένη κυριαρχία της συλλογικότητας, αλλά εκείνη η ενδιάμεση ζώνη στην οποία συνηθίζουν να λαμβάνουν χώρα ο έρωτας, η φιλία, η κατανόηση, η συμπόνια. Μόνο η παραδοχή αυτής της αρχής θα μας επιτρέψει να θεμελιώσουμε αυθεντικές κοινότητες, αντί για κοινωνικές μηχανές» έγραφε ο Ερνέστο Σάμπατο («Άνθρωποι και γρανάζια»).