5. Το μεγάλο δίλημμα-Το ματωμένο θέρος του 1882
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 02.01.18 ]Το 1881 όταν έγινε η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στην ως τότε Ελλάδα τη διακυβέρνηση κατείχε o Κουμουνδούρος, τον οποίο διαδέχθηκε ο Χ. Τρικούπης. Στο μακρινό Μεξικό, εν τω μεταξύ, ο Φρ. Ζαλακόστα[1], μαθητής του ελευθεριακού χριστιανο-κοινωνιστή Πλωτίνου Ροδακανάκη, εκτελείται επειδή οργάνωσε την εξέγερση των αγροτών. Αλλά και στην πρόσφατα απελευθερωμένη από τον οθωμανικό ζυγό Άρτα οι πανηγυρισμοί της έλευσης του βασιλιά δεν μπορούν να καλύψουν την απελπισία των χωρικών, όχι μόνο γιατί απέκτησαν χειρότερο αφέντη, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να μετακινηθούν από και προς τα κτήματα και τις βοσκές των ζώων τους, που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Όλα τα παραπάνω είναι ακατανόητα στον δημοσιογράφο[2] εξ Αθηνών που εξωτερικεύει τον… εσωτερικό του κόσμο στη θάλασσα του Ιονίου από το κατάστρωμα της πολυτελέστατης θαλαμηγού του βασιλιά «Αμφιτρίτη», η οποία δεν σήκωνε και πολύ τα κύματα, όπως οι ποιητές του δακρυοπλημμυρισμένου ρομαντισμού της εποχής δεν εσήκωναν και πολύ την άνοιξη. Ήταν Σεπτέμβρης του 1881 και αυτό ήταν το πρώτο ταξίδι του βασιλιά στις νεοενταχθείσες επαρχίες της Ελλάδας, την Άρτα[3] και τη Θεσσαλία. Μαζί του και δημοσιογράφοι από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της πρωτεύουσας, που κάλυπταν το γεγονός. Ο ειδικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Μη χάνεσαι» θα ηρεμήσει μόνο όταν το πλοίο εισέλθει στον περίκλειστο Αμβρακικό κόλπο και τα γαλήνια νερά του. Τότε μόνο θα αρχίσει και πάλι να παρατηρεί και να σημειώνει: «(…) εισήλθομεν τέλος εις τον Αμβρακικόν και περί την 6μμ είμεθα προ του Μενιδίου. Ακούων τις Μενίδιον νομίζει ότι θα είναι πόλις, πολίχνιον ή χωρίον. Τίποτε εξ όλων τούτων. Εν μόνον οικοδόμημα υπάρχει αυτόθι χρησιμεύον ως παντοπωλείον και τηλεγραφείον συνάμα. Την 9ην ώρ. της επιούσης, 16ης του μηνός, ο βασιλεύς εξήλθεν εις Μενίδιον και επιθεωρήσας τον αυτόθι στρατόν, εκίνησε προς την Άρταν, προηγούντο έφιπποι χωροφύλακες, είπετο δε η υπό τον ίλαρχον Γρίβαν ίλη… Ημίσειαν ώραν προ της Άρτας είχε στηθή αψίς σημαιοστόλιστος υπό των πέριξ χωρικών, χιλιάδες δε τούτων μετά των γυναικών και των τέκνων των υπεδέχθησαν τον βασιλέα με φρενητιώδεις ζητωκραυγάς… Προ της πόλεως προϋπήντησαν αντιπρόσωποι όλων των συντεχνιών και της ισραηλιτικής κοινότητος μετά σημαιών, ο δήμαρχος και ο Μητροπολίτης, περί τας δέκα χιλιάδας ανθρώπων, ων οι ημίσεις εκ των ουδετέρων χωρίων της Ηπείρου, ελθόντες εκεί δια την εμπορικήν πανήγυριν, ανέμενον επί των λόφων. Πάντες ούτοι μίαν φωνήν εξέβαλλον, εν ζήτω, το οποίον αντηχεί εισέτι μέχρι της καρδίας μου… Μετά την δοξολογίαν ο βασιλεύς κατέλυσε εις την αρχιεπισκοπήν… Μετά μεσημβρίαν περιήλθον τας οδούς και συνήντησα τον κ. Κουμουνδούρον επί κεφαλής 100 περίπου Αρτινών, σπείροντα μειδιάματα και χατιρλίκια… Τον βασιλέα γευματίζοντα εν τη οικία Καραπάνου συνοδεύει καθ’ εκάστην εισερχόμενον και εξερχόμενον πληθύς κατοίκων ζητωκραυγούντων…»[4].
Ο ανταποκριτής ,αν και καταγόμενος από την περιοχή, δεν παραξενεύθηκε που ο βασιλιάς έτρωγε στου Καραπάνου[5] και κοιμόταν στη Μητρόπολη[6]. Ούτε καν αναζήτησε τα γιατί και τα διότι πίσω από τους συμβολισμούς των γεγονότων. Δεν εξήγησε τι σήμαινε το γεγονός ότι στη Θεσσαλία, ο πεθερός του Καραπάνου, ο τσιφλικάς Χρηστάκης εφέντης Ζωγράφος επεφύλαξε ανάλογη υποδοχή και φιλοξενία στον βασιλιά (στο Μεσδάνι, σημερινό Αγναντερό), επενδύοντας στη σχέση αυτή και επιβεβαιώνοντας τη μεγάλη του οικονομική ισχύ. Ο δημοσιογράφος τα θεωρεί όλα αυτά φυσικά και γι’ αυτό περί άλλων τυρβάζει και δη για κάποια γαργαλιστικά στοιχεία: «Η αρχιεπισκοπή, σημειώνει, είναι κτίριον παλαιόν… εντός τινος κοιτώνος εξεπλάγην ιδών κάτοπτρον αρκούντως μέγα, επί της υέλου δε κολλημένας χαρτίνους εικόνας, αποσπασθείσας εκ του Journal des modes de Paris!...»[7].
Βεβαίως, οι δραστηριότητες του Γεωργίου Α΄ περιγράφονται λεπτομερώς: Όπως ότι ο βασιλιάς θα περάσει το αρχαίο γεφύρι της Άρτας και θα βρεθεί στο τουρκικό έδαφος, όπου θα του αποδοθούν τιμές και τεμενάδες από τη στρατιωτική φρουρά, αποτελούμενη από Αλβανούς, το ευσταλές των οποίων δεν πέρασε απαρατήρητο από κάποιους της βασιλικής συνοδείας!
Μία νύξη για τη μεγάλη συμφορά που έπληξε τους Αρτινούς με την απελευθέρωση θα κάμει ο ανταποκριτής που υπογράφει ως «Ζ» αλλά πέραν τούτου ουδέν. Κανείς δεν θα δει ότι η πόλη αποκόπηκε από τον τροφοδότη κάμπο της[8].
Όπως σημειώνει η Αγγελική Σφήκα-Θεοδοσίου:
«… οι χωρικοί θα ήταν αναγκασμένοι να μεταβαίνουν σχεδόν καθημερινά στην απέναντι επικράτεια για την καλλιέργεια των κτημάτων ή των κήπων τους και τη συγκομιδή των καρπών και να επιστρέφουν το βράδυ. Οι δυσκολίες φάνηκαν αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης, όταν Οθωμανοί τελωνειακοί υπάλληλοι εγκαταστάθηκαν στη γέφυρα του Άραχθου και άρχισαν χωρίς καθυστέρηση να επιβάλλουν δασμούς εισαγωγής και εξαγωγής σε όλα τα διακινούμενα αγαθά. Το μέτρο όμως που έπληξε ιδιαίτερα τους Έλληνες ήταν η παρεμπόδιση της διέλευσης ακόμα και των μεταφορικών ζώων προς το ελληνικό έδαφος(με το πρόσχημα της γενικής απαγόρευσης εξαγωγής κτηνών από τις διάφορες επαρχίες του οθωμανικού κράτους). Το γεγονός αυτό ανάγκαζε τους χωρικούς να ξεφορτώνουν στη γέφυρα τα φορτία και να τα μεταφέρουν οι ίδιοι στην πόλη. Έτσι, εκτός από το φόρο της δεκάτης και τους τελωνειακούς δασμούς εξαγωγής που πλήρωναν κανονικά για τα προϊόντα τους στις τουρκικές αρχές έπρεπε να καταβάλλουν και δασμούς για την καθημερινή είσοδο και την έξοδο των μεταφορικών ζώων…».
«Άλλο σοβαρό ζήτημα ήταν η απαγόρευση της εισαγωγής σφαγίων, που δημιούργησε πιεστικά προβλήματα στην τροφοδοσία της πόλης –η έλλειψη είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή στα στρατιωτικά σώματα και στο στρατιωτικό νοσοκομείο-. Ενώ λοιπόν υπήρχαν χιλιάδες πρόβατα των Ελλήνων ποιμένων των Τζουμέρκων στις βοσκές που νοίκιαζαν ανέκαθεν στο απέναντι οθωμανικό έδαφος, εντούτοις απαγορευόταν η εισαγωγή των αρνιών στην Άρτα πριν από το μήνα Απρίλιο, γεγονός που οδηγούσε σε αδιέξοδο κτηνοτρόφους και καταναλωτές. Η τακτική αυτή των Οθωμανών δημιούργησε βάσιμες υποψίες στους Έλληνες ότι απέβλεπε στον εξαναγκασμό των κατοίκων σε μετανάστευση στη νεόδμητη γειτονική πόλη Χαμιδιέ(Φιλιππιάδα)…»(σ.σ. στο Ιμαρέτ παρέμειναν πολλοί, αναμένοντας τη ρύθμιση του θέματος).
Στις επανειλημμένες διαμαρτυρίες η Πύλη απαντούσε «ότι έδωσε εντολές για τη διευκόλυνση των κατοίκων και την προσωρινή, μέχρι την οριστική ρύθμιση του θέματος, ελεύθερη διάβαση των ζώων από τη γέφυρα στην πόλη, με μόνη την παροχή εγγύησης για επάνοδο στο τουρκικό έδαφος. Εντούτοις στην πραγματικότητα… δεν εφάρμοσε κανένα μέτρο…».
«Έτσι οι οθωμανικές αρχές εκτός από την επιβολή δασμών, εξακολουθούσαν να απαγορεύουν την εισαγωγή δημητριακών, τροφίμων, πτηνών, αυγών και κρεάτων στην πόλη και συνέχιζαν να παρεμβάλλουν εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση των ίδιων των κατοίκων, επικαλούμενες λόγους δημόσιας ασφάλειας. Τα γεγονότα αυτά σε συνδυασμό με ορισμένα άλλα συμβάντα, όπως πυρκαγιές στα κτήματα, αρπαγές των καρπών από ληστές, καθώς και τη βίαιη εκδίωξη των Αρτηνών από την αγορά στη δεξιά όχθη της γέφυρας, στην οποία ανέκαθεν έπαιρναν μέρος, επιδείνωναν την κατάσταση. Οι προοπτικές λοιπόν διαγράφονταν δυσοίωνες για τον πληθυσμό, εφόσον έπρεπε ή να πουλήσει τα κτήματά του σε ευτελείς τιμές ή να μεταναστεύσει στο οθωμανικό έδαφος».[9]
Η ελληνική κυβέρνηση απάλλαξε τις εισαγωγές από τους δασμούς, αλλά η οθωμανική κυβέρνηση δεν δέχτηκε να προβεί σε ανάλογες ρυθμίσεις.
«… ακόμη και στις αρχές του 1883, παρεμβάλλονταν με διάφορες προφάσεις εμπόδια στους χωρικούς που διάβαιναν τη γέφυρα του Άραχθου. Συγκεκριμένα, ο καϊμακάμης της Φιλιππιάδας(Χαμιδιέ) ισχυριζόταν ότι δόθηκε από την Πύλη διαταγή να απαγορευτεί σε όλες τις μεθόριες επαρχίες η έξοδος σε κάθε Έλληνα που δεν έφερε θεωρημένο από τα τουρκικά προξενεία διαβατήριο. Το μέτρο αυτό, εκτός από την ταλαιπωρία, συνεπαγόταν και οικονομική επιβάρυνση 20 γροσίων(5 δρχ.) για κάθε εξάμηνο, ποσό υπολογίσιμο για τους φτωχούς αγρότες ή εργάτες της περιοχής».
«Οξύτερο ωστόσο ήταν το ζήτημα που αντιμετώπισαν από την πρώτη στιγμή οι κτηνοτρόφοι. Είναι γνωστό ότι οι κάτοικοι των ορεινών χωριών της επαρχίας των Τζουμέρκων της Ηπείρου συνήθιζαν να μεταφέρουν το χειμώνα τα ποίμνιά τους δυτικά του ποταμού Άραχθου, στις πεδιάδες της Άρτας και της Πρέβεζας…»[10]. Στις περιοχές αυτές μάλιστα μίσθωναν κατά πάγια τακτική από τον προηγούμενο χρόνο βοσκές.
Τελικά, οι κάτοικοι των ορεινών χωριών έπρεπε να επιλέξουν τη διαμονή στο οθωμανικό έδαφος ή να χάσουν τα κτήματα και τα ζώα τους[11].
Το μόνο που βασάνιζε, όμως, τον Γεώργιο και την ακολουθία του, εν οις και οι δημοσιογράφοι, ήταν η αδιάκοπη βροχή, που τους απέκλεισε εντός των διαφόρων καταλυμάτων, διακόπτοντας το πρόγραμμα του ταξιδιού τους προς Καλεντίνη, το μοναστήρι Σχορέσταινα(sic), τους Καλαρρύτες και ακολούθως προς τη Θεσσαλία. Ο εγκλεισμός λόγω του πρωτοφανούς και ανοίκειου για ανθρώπους συνηθισμένους στο ξηρό κλίμα των Αθηνών βρόχινου φαινομένου, δημιούργησε στους επισκέπτες διάφορες περίεργες ψυχολογικές καταστάσεις. Έτσι, κάποιοι και δη οι «υψηλότατοι» εξ αυτών, θέλησαν να ικανοποιήσουν τις λιβιδικές ενορμήσεις τους, ενώ έτεροι, οι χαμηλότεροι στην ιεραρχική κλίμακα, προσέφυγαν στον τρόπο εκτόνωσης των φτωχών, τη φιλοσοφία! Γι’ αυτό ο «ειδικός ανταποκριτής» του «Μη Χάνεσαι» θα σημειώσει: «Επίστευον πάντοτε εν Αθήναις, ότι τους Ηπειρώτας είχε χαυνώσει η μακρά δουλεία. Τους είδον, είδα πολλούς εκ Συρράκου έτι, ελθόντας εις συνάντησίν μου, και η συνάντησις αύτη ήτο δι’ εμέ πολλών συγκινήσεων πρόξενος. Τι να σοι είπω όμως!... ο τύπος της τουρκικής δουλείας παραμένει βαθύτατα εν αυτοίς εγκεχαραγμένος. Αίσθημα δεν λείπει, αλλά λείπει ο άγιος και προς μεγάλα άγων ενθουσιασμός…».
Το γεγονός ότι η «απελευθέρωση» δεν δημιούργησε τον «άγιο και προς μεγάλα άγοντα ενθουσιασμό» αποδίδεται στην ψυχοσύνθεση του δούλου, που συναινεί, αυτή δηλαδή που δημιούργησε η τουρκική δουλεία. Ο δημοσιογράφος δεν αναζήτησε άλλο λόγο. Θα έμενε, μάλιστα, έκπληκτος αν μάθαινε το μέγα πρόβλημα της διάβασης των συνόρων και του οικονομικού στραγγαλισμού των κατοίκων, ότι οι Συρρακιώτες έμειναν εκτός της συμφωνίας απελευθέρωσης και, ακόμη, πως πολλοί κάτοικοι προτιμούσαν την «δουλεία» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ζητώντας επισήμως να επανέλθουν σ’ αυτή παρά να ζουν υπό την απείρως σκληρότερη δουλεία των Ελλήνων τσιφλικάδων τύπου Καραπάνου ή Ζωγράφου και του «βαθέως παρα-κράτους» τους. Για την ακρίβεια «οι Έλληνες αγάδες, που αντικαταστήσανε του Τούρκους αγάδες…» ήταν πολύ χειρότεροι από τους δεύτερους[12].
[1] Η καταγωγή του είναι από το Συρράκο και τους Καλαρρύτες
[2] «ειδικός ανταποκριτής» της εφημερίδας «Μη χάνεσαι»
[3] Ο πληθυσμός της Άρτας σύμφωνα με την απογραφή του 1881 ήταν 13.954 χριστιανοί, 45 Οθωμανοί και 617 Εβραίοι, σύνολο 14616 άνθρωποι. Στα Τζουμέρκα κατοικούσαν 16.562 χριστιανοί. Όμως δεν απογράφηκε ο ακριβής πληθυσμός από το φόβο στρατολογίας και φορολογίας. Επίσης και ο αριθμός των μουσουλμάνων αμφισβητείται, γιατί δεν απογράφηκαν πολλοί εξ αυτών για να μη χάσουν την υπηκοότητα του Οθωμανού.
[4] Εφ. «Μη Χάνεσαι», Κυριακή, 21 Σεπτεμβρίου 1881
[5] Στο Μη Χάνεσαι τομ. 2, αρ. 197, 1881, σημειώνεται: «Σήμερον αναμένεται ο κύριος Καραπάνος, η πέτρα του σκανδάλου… θα πολεμηθή δεινώς εν τοις χωρίοις ο Καραπάνος κατά τας προσεχείς βουλευτικάς εκλογάς, αν και η πόλις αποκλίνει υπέρ αυτού». Αξίζει να σημειωθεί αυτή η διαφορά της πόλης της Άρτας και των χωριών. Επίσης στην ίδια εφημερίδα σημειώνεται ότι «Ενταύθα, εύρον και τον κύριον Παχύν μετά της Κυρίας του…». Η γυναίκα λοιπόν του Παχύ, η Αιμιλία Σκουζέ, κόρη του αυλικού Σκουζέ, είναι η περίφημη femme politique, που επηρεάζει την περιφέρεια, δηλαδή τα χωριά, έναντι του Καραπάνου, που επηρεάζει την πόλη. Άρα το βαθύ κράτος του Καραπάνου εδρεύει εν Άρτη. Αυτό θα αλλάξει λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης από τα χωριά, κυρίως τα ορεινά, που θα ερημώσουν από το 1881 έως το 1920(και λόγω της μετανάστευσης).
[6] Άλλη πληροφορία θέλει και να κοιμάται στου Καραπάνου
[7] «Μη Χάνεσαι» στο ίδιο. Η περιγραφή του Μητροπολίτη Σεραφείμ από τον ειδικό ανταποκριτή του «Μη Χάνεσαι» συνιστά κυριολεκτικά λίβελο: «Κυρίως, όταν επισκέπτομαι τον Μητροπολίτην Σεραφείμ, εννοώ ότι πατώ ακόμη δυστυχώς τουρκικόν χώμα. Μοι είναι αντικείμενον καθημερινής μελέτης η πανιερότης του. Σε υποδέχεται πηδηκτός και τρέχων προς την θύραν, με ανοικτάς αγκάλας και υποκλινόμενος. Φέρει διόπτρας, κάτωθεν αυτών ρίνα και χείλος, άτινα έχουσιν έκφρασιν ανθρώπου κωμικώς πάντοτε ηρεθισμένος. Όταν την πρώτην ημέραν τον είδα κατά την εν τη μητροπόλει δοξολογίαν, μόλις κατόρθωσα και υπέταξα τον πειρασμόν όστις με ώθει να γελάσω. Επ’ ευκαιρία της ελεύσεως του Βασιλέως έγραψεν στίχους… Ομιλεί ουχ’ ήττον πάντοτε περί των καθυστερουμένων μισθών και των παραγνωριζομένων υπηρεσιών των ανεψιών του…». Στη Μη Χάνεσαι με ημερομηνία 4 Ιουλίου 1882 δημοσιεύεται επιστολή που καταγγέλλεται ότι «…εκτός από τον λαϊκόν Καραπάνον έχομεν εδώ και έναν κληρικόν Καραπάνον, ένα Δεσπότη Ταταυλιανόν, ονομαζόμενον Σεραφείμ, λείψανον εναπομείναν εκ της μακαρία τη λήξει τουρκικής δυναστίας. Προ ημερών περιοδεύει στα χωρία Τζουμέρκων… Αρχίζουν από το χωρίον Καλεντίνα. Μόλις έφθασεν ο Δεσπότης εις αυτό, και με αγριωπόν αληπασσάδικο βλέμμα, το οποίον ετρόμαξε τον δυστυχή Σπανόν ιερέα του χωριού.
-Βρε-μπρε θέλω 25 δραχμάς να λειτουργήσω…
-Μα δεν έχομε Δεσπότη μου, είμαστε φτωχοί άνθρωποι…
-Να έχητε την κατάραν μου… Τας θέλω τας 25 δραχμάς…
Ο δυστυχής παπάς φοβούμενος μη τον κάμει αργόν, πωλεί την μόνην αγελάδα του. Το ίδιο κάνει στο χωριό Μπούγα, εκεί συγκέντρωσαν δέκα δραχμάς.
-Φέρτε μου, λέγει, άλλαις πέντε δραχμαίς, για να κάμω λιτανεία για ναβρέξη! Γιατί αν δεν διαβάσω εγώ, ποτέ δεν θα βρέξη!
Εκείθεν μετέβη εις Χόσεχι, ούτινος οι κάτοικοι είναι είλωτες του φιλανθρώπου ομογενούς Καραπάνου. Εκεί να ιδής δυστυχία… Και όμως ο άγιος-Γέρωντας και εκεί τα ίδια… Εκείθε πηγαίνει εις Βουλγαρέλιον… Γράφει δε εκείθεν βεζυρικήν τινά διαταγήν προς τους κατοίκους του χωρίου Λιψίστας, άλλους σκλάβους του οικτείρμονος φιλανθρώπου Καραπάνου, διατάσσων αυτούς να τω ετοιμάσωσι πήττας, ψητά, γιαγούρταις, κότες, και δραχμάς 25 και να παρευρεθώσι όλοι να διαβάσουν ευχάς στα μνήματα… όποιος λείψει θα πάθει κακόν. Εδώ από τον έπαρχον και στον ουρανό από τον διάβολο…»!
[8] Σφήκα-Θεοδοσίου Αγγελική(1988, ΑΠΘ): Η προσάρτηση της Θεσσαλίας. Η πρώτη φάση στην ενσωμάτωση μιας ελληνικής επαρχίας στο ελληνικό κράτος(1881-1885)-Διδακτορική διατριβή
[9] Στο ίδιο
[10] Στο ίδιο
[11] Στην εφημερίδα «Μη χάνεσαι»(Σεπτέμβριος 1881) επισημαίνεται πως «Η Άρτα έχει πολλά σχολεία… Ο Αρτινός, καλός έμπορος ή μεταπράτης, δεν ησθάνθη ακόμη την ευεργετικήν των γραμμάτων ανάγκην. Τούθ’ όπερ τον απασχολεί από της πρώτης της πολιτικής ελευθερίας του ημέρας είνε το ζήτημα της γεφύρας. Πάντα τα προϊόντα της εκείθεν του Αράχθου ευφόρου γης , ήτις κακή μοίρα παραμένει τουρκική, δεν δύναται να μεταφέρη εντεύθεν του ποταμού ακωλύτως. Η κατάστασης αύτη, εάν μη εξευρεθή μέσον τι διευκολύνον την ελευθέραν μεταφοράν, θα μαράνη εντελώς την αγοράν της εμπορικής πόλεως…».
[12] Φ. Α. Δημητρακόπουλος, «Ο Νεοελληνισμός στη Λογοτεχνία, 19ος -20ος αι.», εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1985, σελ. 296