Έρμαν Έσσε: «Ζω μέσα στα όνειρά μου»
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 01.07.22 ]«Ζω μέσα στα όνειρά μου. Κι άλλοι άνθρωποι ζουν μέσα σε όνειρα, μόνο που δεν είναι τα δικά τους» έλεγε ο Έσσε.
«Κάθε άνθρωπος δεν είναι απλά ο εαυτός του. Είναι το μοναδικό, συγκεκριμένο, πάντα σημαντικό και αξιόλογο σημείο όπου διασταυρώνονται τα φαινόμενα του κόσμου, με τρόπο ξέχωρο, μοναδικό. Για τούτο, κάθε ιστορία ανθρώπινη είναι σημαντική, αιώνια και ιερή. Για τούτο, κάθε άνθρωπος, ενόσω ζει και εκπληρώνει τη θέληση της φύσης, είναι μια ύπαρξη υπέροχη που της πρέπει υπέρτατη προσοχή. Δεν μπορώ να ονομάσω τον εαυτό μου πολύξερο. Ήμουν κι ακόμα είμαι ερευνητής, μα δε γυρεύω πια στ' αστέρια ή στα βιβλία αυτό που ζητώ. Ακούω τους ψίθυρους μες στο αίμα μου. Δεν είναι μια ευχάριστη ιστορία η δική μου, δε διαθέτει τη γλυκιά αρμονία μιας ιστορίας που πλάθουμε με τη φαντασία μας. Όμοια όπως η ζωή όλων των ανθρώπων που σταμάτησαν να εξαπατούν τον εαυτό τους, έτσι κι η δική μου είναι παράλογη μαζί και χαώδης, έχει κάτι από τρέλα μαζί και όνειρα. Κάθε ανθρώπου η ζωή είναι ένας δρόμος μέσα στον εαυτό του, μια προσπάθεια να βρει κάποιο δρόμο, το ίχνος ενός μονοπατιού. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστόσo ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί. Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος από τ' αυγό ενός αρχέγονου κόσμου. Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι. Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω. Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ρίζες μας είναι κοινές. Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα. Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει το σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του»
Έτσι έγραφε στον «Ντέμιαν» ο Έρμαν Έσσε που γεννήθηκε το 1877.
Μόνιμο θέμα του η αυτογνωσία και η αποδοχή: «Το ασχημόπαπο γεννιέται ανάμεσα σε άλλα παπάκια, όμως είναι διαφορετικό. Δεν το αναγνωρίζουν ως ίδιο με εκείνα και το απορρίπτουν. Προσπαθεί να τα κάνει να το αγαπήσουν, ελπίζει να γίνει σαν εκείνα, αλλά δε μπορεί, γιατί στο βάθος είναι διαφορετικό. Νιώθει κατώτερο και περιφρονημένο και πασχίζει να γίνει αποδεκτό. Αλλά, όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη -όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί. Η αναζήτηση αποδοχής από το ασχημόπαπο ξεκινάει με κατεύθυνση προς τα έξω, καθώς προσπαθεί να ενταχθεί, θέλει να είναι κάτι που δεν είναι. Αλλά, στην περίπτωση του παραμυθιού, το ασχημόπαπο δεν ξεγελάει με τη θέλησή του, απλώς βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση χωρίς να ξέρει το γιατί. Πρέπει να ξεκινήσει μια πορεία που θα το οδηγήσει να ανακαλύψει ποιο είναι, και αυτό θα του επιτρέψει να βρει την αγάπη των άλλων. Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι. Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους. Όμως, η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Αγαπάμε κάτι αληθινά, μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι. Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, συμπεριλαμβανομένων των πληγών μας, θα μπορέσουμε να είμαστε κύριοι της ζωής μας. Και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Κι έτσι, οι άλλοι θα μπορέσουν να αγαπήσουν το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε και όχι ένα προσωπείο που έχουμε δημιουργήσει». ( 66 μαθήματα καθημερινής σοφίας, εκδ. Πατάκη)
Ο Έρμαν Έσσε κλείνει το βιβλίο του «Σιντάρτα», μόλις ο ήρωάς του ανακαλύπτει την αγάπη: «Τώρα έβλεπε τους ανθρώπους διαφορετικά απ' ότι άλλοτε, λιγότερο έξυπνα, λιγότερο περήφανα, μα πιο ζεστά, πιο περίεργα, πιο συμπαθητικά. Όταν περνούσε από το ποτάμι ανθρώπους, ανθρώπους-παιδιά, εμπόρους, πολεμιστές, γυναίκες δεν τους ένιωθε πια ξένους όπως άλλοτε: τους καταλάβαινε, τους καταλάβαινε και συμμεριζόταν τη ζωή τους, που δεν την κυβερνούσαν σκέψεις και ιδέες, αλλά μόνον ορμές και επιθυμίες, ένιωθε όπως εκείνοι. Παρόλο που ήταν κοντά στην τελειότητα και άντεχε την τελευταία του πληγή, του φαινόταν πως αυτοί οι άνθρωποι-παιδιά ήταν αδέλφια του, η ματαιοδοξία, η απληστία και η γελοιότητά τους έχαναν για εκείνον κάθε κωμικότητα, γίνονταν κατανοητές, γίνονταν αξιαγάπητες, γίνονταν για κείνον ακόμα και άξιες σεβασμού».
Ο «Σιντάρτα», η καταγραφή της πορείας ενός ανθρώπου που ψάχνει να βρει τον εαυτό του και τη βαθύτερη αλήθεια της ζωής, γραμμένο με βιβλική σχεδόν απλότητα και ομορφιά, έγινε κάτι σαν ευαγγέλιο για τις γενιές του ποπ και του ροκ, για τις γενιές της αμφισβήτησης. Ο «λύκος της Στέππας», το δέκατο μυθιστόρημα που έγραψε ο Έσσε («Der Steppenwolf» 1927) αναφέρεται στη διττή υπόσταση του ανθρώπου αφ’ ενός σαν ένα ψυχικά και πνευματικά ανώτερο όν, αφ’ ετέρου σαν ένας (μοναχικός) λύκος της στέππας. Αντανακλά τη βαθειά κρίση που πέρασε ο Έσσε στα μέσα της δεκαετίας του ’20 στην εσωτερική του ζωή καθώς μια περίεργη αντίφαση εκδηλώνεται στο χαρακτήρα του – πότε με την αίσθηση της πνευματικότητας, πότε με παράξενα επιθετικά γνωρίσματα μοναξιάς και στέρησης. Εδώ τονίζει την σχέση του Εγώ με τον κόσμο:
«Ένας άνθρωπος ψάχνει να βρει τον εαυτό του και ανακαλύπτει τον Κόσμο. Ύμνος στην ατομικότητα. Αν μείνει όμως κάποιος εκεί, την πάτησε. Γνωρίζει τον εαυτό του, γιατί εκεί συναντά την επιμέρους αντανάκλαση του Κόσμου. Φτάνει στο Εγώ για να το εγκαταλείψει. Βρίσκει το Εγώ για να το διαλύσει στον πολύμορφο πλούτο του κόσμου κι όχι για να το βάλει σε ένα βάθρο, ως τη μόνη στον κόσμο οντότητα με αυταξία και απόλυτο αυτοσκοπό».
Αλλού τονίζει: "Αυτό που με αηδιάζει είναι πρώτον η ανόητη λατρεία της νεότητας και της νεανικότητας, όπως αυτή ανθεί, για παράδειγμα, στην Αμερική, κι έπειτα ακόμα περισσότερο το να επιβάλλεται η νεότητα αυτή ως κοινωνικό στρώμα, ως κοινωνική τάξη, ως «κίνημα». Είμαι ένας παλιωμένος άνθρωπος και συμπαθώ τα νιάτα, θα ήταν όμως ψέματα αν έλεγα ότι με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Για τους ηλικιωμένους, τουλάχιστον σε εποχές τέτοιας μεγάλης δοκιμασίας όπως τώρα, υπάρχει μόνο ένα ενδιαφέρον ζήτημα: το ζήτημα του πνεύματος, της πίστης, του είδους της σκέψης και της ευλάβειας που δοκιμάζεται, που μπορεί να αντιμετωπίζει τον πόνο και το θάνατο. Η αντιμετώπιση του πόνου και του θανάτου είναι καθήκον των γηρατειών. Το να είναι κανείς ενθουσιασμένος, να συμπαρασύρεται, να είναι ζωηρός, είναι ψυχική διάθεση της νεότητας. Μπορούν να είναι φίλοι, μιλούν όμως δύο γλώσσες." (Απόσπασμα από το βιβλίο "Ωριμάζοντας γινόμαστε όλο και νεότεροι", εκδ. Καστανιώτης).
Ο Έρμαν Έσσε γεννήθηκε στο Calw της Γερμανίας στα 1877. Βιβλιοπώλης στην αρχή, έγινε γρήγορα γνωστός με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του. Στα 1904 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα, Πήτερ Κάμεντσιντ. Στη Ροσάλντε (1914) εξετάζει τα προβλήματα του καλλιτέχνη, ακολουθεί ο Κνουλπ (1915), ο Ντέμιαν (1919), ενώ στο Νάρκισσος και Χρυσόστομος (1930) σκιαγραφεί τις δυο πλευρές της ανθρώπινης φύσης, αντιπαραθέτοντας ένα μοναχό με έναν ηδονιστή. Ο Λύκος της Στέπας (1927) αντικαθρεπτίζει τη σύγχυση της σύγχρονης ύπαρξης, ενώ ο Μαγκίστερ Λούντι (1945) δεν είναι παρά μια ουτοπική φαντασία πάνω στο θέμα της απόσυρσης απ' τον κόσμο. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το Ταξίδι στην Ανατολή (1932), ένα απ' τα πρώτα βιβλία που κίνησαν στον 20ό αι. το ενδιαφέρον της Δύσης για την ανατολική φιλοσοφία και στάση ζωής. Οι βασικές επιρροές στο έργο του Έσσε είναι, όπως ο ίδιος λέει: «Το χριστιανικό και απόλυτα αντι-εθνικιστικό πνεύμα των γονιών μου, η μελέτη των μεγάλων Κινέζων δασκάλων και η φυσιογνωμία του ιστορικού Γιάκομπ Μπούρκχαρντ». Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διαμαρτυρόμενος ενάντια στο μιλιταριστικό καθεστώς, εγκατέλειψε τη Γερμανία κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία, όπου και πέθανε το 1962. Πήρε το Βραβείο Γκαίτε το 1946 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1947.