Το bullying είναι η «μικρή ατομική τρομοκρατία» του φασισμού
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 09.07.21 ]Καταδικάστηκαν και σε δεύτερο βαθμό οι βασανιστές του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Όμως παραμένουν οι ιδέες τους, αυτές που τους οδήγησαν σε συμπεριφορές απάνθρωπες, αυτές που τρέφουν την κουλτούρα του τσαμπουκά, της αρρενωπότητας, της «μικρής ατομικής τρομοκρατίας», η οποία λειτουργεί δίπλα στη «μεγάλη τρομοκρατία» του πολιτικού φασισμού. Το bullying, υπό μία έννοια, αποπολιτικοποιεί και συγκαλύπτει την κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική διάσταση της γενικής βίας, συγκαλύπτει τον γενικευμένο πολιτικό φασισμό.
Τόσο η ατομική κοινωνική τρομοκρατία όσο και ο πολιτικός φασισμός χρειάζονται τη θεωρητική στήριξη των ουσιοκρατικών φιλοσοφιών, οι οποίες βοηθούν ενεργά στην αναπαραγωγή ενός συστήματος που αποκλείει τον άλλον με βίαιο τρόπο. Βοηθούν ένα άδικο και βίαιο, φασιστικό σύστημα να αποδώσει σε μερικές συμπεριφορές και λόγους -με βάση ένα αυθαίρετο κριτήριο- το στάτους του φυσιολογικού ή του κανονικού, ενώ σε άλλες συμπεριφορές αποδίδει το χαρακτηρισμό: «αποκλίνον-παθολογικό». Διακρίνουν τα άτομα σε αυτά που αναγνωρίζονται ως «πραγματικά» ανθρώπινα υποκείμενα, και άρα άξια να είναι ισότιμα μέλη της πολιτικής κοινότητας, και σε αυτά που θεωρούνται μη-ανθρώπινα, δηλαδή «παρεκκλίνοντα». Εδώ έχουμε τον homo sacer, τον δούλο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που δεν προστατεύεται από κανένα νομικό πλαίσιο και ο καθένας μπορεί να τον σκοτώσει χωρίς νομικές συνέπειες. Αυτό συμβαίνει σήμερα με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Με βάση αυτή τη διάκριση κάποιοι άνθρωποι δεν αναγνωρίζονται ως ισότιμοι, αλλά ως ένα είδος «παρία», περιττού (σ.σ. στην έννοια του «περιττού» βασίζεται ο ολοκληρωτισμός σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ), «απογυμνωμένου» από κάθε δικαίωμα, από κάθε πολιτική και νομική προστασία.
Κάποιοι υποτηρίζουν πως είναι θέμα εκπαίδευσης. Ότι δηλαδή η εκπαίδευση θα πρέπει να αμφισβητήσει τις κανονιστικές μορφοποιήσεις και ιδιότητες που έχουν ταξινομηθεί στην κατηγορία «διαφορετικοί», «παρεκκλίνοντες», και να άρει το βίαιο αποκλεισμό από το κοινωνικό γίγνεσθαι που υφίστανται τα άτομα επειδή, δήθεν, ο τρόπος ζωής τους «παρεκκλίνει» από το -οριζόμενο αυθαίρετα από τις σχέσεις εξουσίας- «κανονικό» ή «φυσιολογικό». Αντί, δηλαδή, η εκπαιδευτική διαδικασία να νομιμοποιεί δομές εξουσίας που δεν αναγνωρίζουν όλα τα ανθρώπινα όντα ως ίσα, πρέπει να πρωτοστατήσει στη συγκρότηση μιας νέας ηθικής, η οποία θα προκρίνει τον σεβασμό στον Άλλο και την άρνηση κάθε είδους βίαιου αποκλεισμού με επίγνωση του ρόλου που διαδραματίζουν οι σχέσεις εξουσίας στη διαμόρφωση των υποκειμένων. Όμως δεν είναι θέμα μόνο εκπαίδευσης.
Είναι και θέμα της κυρίαρχης Συμβολικής Τάξης. Μιας κατάστασης δηλαδή που διαπερνά τα πάντα, τον τρόπο ζωής, τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο που κανείς τρώει, κάθεται, ντύνεται, κοιμάται ή κάνει σεξ, τον τρόπο που οδηγεί, που συναλλάσσεται... Είναι θέμα συνεπώς Πολιτισμού και Πολιτικής. Είναι ο φασισμός του viril και της δύναμης των φαρμακοδιεγερμένων μούσκλων των γυμναστηρίων, αυτών που παραπέμπουν στην εκπαίδευση της Χρυσής Αυγής, το φασισμό του φαλλού, όπως εκδηλώνεται με τον ακραίο ατομικό ή συλλογικό ναρκισσισμό και συμβολίζεται με τα ξυρισμένα κεφάλια των φασιστοειδών, τον φαλλοκρατικό φασισμό του "μάτσο", που σκοτώνει τη γυναίκα του, τον φασισμό που τσακίζει το κεφάλι του διαφορετικού Ζακ, που βασανίζει τον Βαγγέλη Γιακουμάκη, που αποκλείει τον αδύνατο, που διαμορφώνει μία κανονιστική αντίληψη για το τι και πως πρέπει να είναι το ανθρώπινο σώμα, πως πρέπει να είναι το "ανθρώπινο". Αυτός ο κοινωνικός και πολιτιστικός φασισμός είναι ο μεγάλος κίνδυνος των σημερινών κοινωνιών, καθώς προτείνει ως στοιχείο κοινωνικής συνοχής το μίσος και όχι την Αγάπη και την Αλληλεγγύη. Που δεν αυτοπροσδιορίζεται θετικά, αλλά ετεροπροσδιορίζεται αρνητικά από το μίσος για τον άλλον.
Υπ' αυτή την οπτική, ένας εναλλακτικός προοδευτικός πολιτικός φορέας οφείλει να δημιουργήσει με θετικό τρόπο τις συνθήκες μιας νέας συμβολικής κοινωνικής τάξης και ατομικής πράξης. Αυτό που θα τον καθιστά αξιόπιστο δεν είναι μόνο η καταγγελία του αντιπάλου, που υπηρετεί την κοινωνία του μίσους, της ατομικής ή της γενικευμένης κρατικής τρομοκρατίας και της αδικίας, αλλά και η θετική πρακτική της αλληλεγγύης προς όλους τους αδικημένους αδιακρίτως. Kαμία «αλλαγή» δεν είναι δυνατή και διαρκής χωρίς μία νέα πολιτισμική μεταρρύθμιση, χωρίς μία νέα ατομική και κοινωνική Συμβολική Τάξη, χωρίς η πολιτική ηγεμονία να συμπεριλαμβάνει και την πολιτιστική. O ου-τόπος, είναι το μέλλον που κατοικεί στα όνειρα και στα παραμύθια, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική, στη φιλοσοφία, με άλλα λόγια στην ύπαρξη εντός μας μιας άρνησης, της άρνησης του παρόντος που μας εξωθεί στο μίσος, και μιας θέσης ότι μπορούμε να υπάρξουμε ΟΛΟΙ ΟΡΘΙΟΙ σε μια κοινωνία καθολικής αξιοπρέπειας και αλληλεγγύης. Ο φορέας της αλλαγής για να είναι πειστικός θα πρέπει να προεικονίζει τον ανθρωπότυπο της νέας κοινωνίας, αυτόν που διαμορφώνεται από τώρα μέσα στη διαδικασία του συλλογικού πράττειν, εκεί όπου δημιουργούνται οι σχέσεις συντροφικότητας, αλληλεγγύης και αγάπης χωρίς διακρίσεις (γιατί και οι φασίστες αγαπιούνται μεταξύ τους!)...