Άγιοι δίχως φωτοστέφανο

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 09.08.17 ]

 

Ο Ναυτικός -φωλιασμένος στην αγκαλιά ενός γυμνού βράχου που πιάνει κουβέντα με τα κύματα- είναι ο μοναδικός καφενές στο Θαλασσοχώρι που μένει ανοιχτός και τον χειμώνα. Πέντε άντρες προχωρημένης ηλικίας, στρείδια κολλημένα ο ένας δίπλα στον άλλον, μέσα σε βλαστήμιες και χωρατά, πίσω από το θολό τζάμι παίζουν με τις ώρες δηλωτή, για να περνά άδειος ο καιρός σ’ ένα αιώνιο παρόν.

Ο καπετάν Μανιάς, ένας λεβεντάνθρωπος δυο μέτρα μπόι, με τον σορόκο στα μαλλιά και τον λεβάντε στα μάτια, καθόταν μοναχός του πίσω από το νοτισμένο τζάμι, και ταξίδευε ο νους του, ένας Θεός ξέρει για πού. Όλη την ώρα ντρίκι ντρίκι το μπεγλέρι να μετράει τον καημό του, και κομπορρημονούσε για τη ναυτοσύνη του. Το ανεμολόγιο το ’παιζε στα δάχτυλα. Έχω γυρίσει –διαλαλούσε- όλες τις θάλασσες του κόσμου, πέρασα κάβους πολλούς, έμαθα τα κατατόπια των βυθών, βούλιαξα ίσα με τρεις φορές σε κακούς καιρούς και άλλες τόσες αναστήθηκα. Τη θάλασσα την εμπιστεύτηκα πιότερο κι από τη μάνα μου. Είχα τον άγιο συντροφιά, προστάτη κι οδηγό μου!

 Μιλούσε και για τις γυναίκες που ξεδίψαγαν το κορμί του στα λιμάνια, τα παιδιά που έσπειρε –πάντα μπέρδευε τους αριθμούς-, τους καβγάδες με τους αραπάδες στην Αφρική. Έδειχνε και τις στάμπες που απλώνονταν στο σώμα του, πορτολάνοι της υφηλίου. Στο καφενείο, οι άλλοι –παροπλισμένοι σφουγγαράδες πια- τον άκουγαν με θαυμασμό.

Μια μέρα άνοιξε η πόρτα και απρόσκλητος μαζί με τον παγωμένο αέρα μπούκαρε σούρνοντας σαν τραμουντάνα τα δυο του ποδάρια ένας γερο-θαλασσινός. Εξόριστος που ξέμεινε στα μέρη μας από το ’67 και ζούσε μοναχός του σ’ ένα ξωκλήσι που με τα χέρια του το έχτισε πέτρα πέτρα και τα βράδια το στόλιζε με κάτι αλλόκοτες ζωγραφιές νικημένων, ολόκληρα σόγια ηττημένων τόσο ζωντανά που λες και ξύπναγαν μόλις χάραζε ο ήλιος προσμένοντας την ανάστασή τους. Κοντός, ξερακιανός, με χέρια ροζιασμένα απ’ το δοιάκι, με δέρμα κατεργασμένο απ’ την αρμύρα, με φύκια για μαλλιά, με γένια σαν κατάραντα νερά, δυο τρύπες για μάτια, καλυμμένα με κάτι πέτσες σαν βράγχια, και την ψυχή του ένα με τη θάλασσα –τρέκλιζε σαν μπαταρισμένη βάρκα.

Ο Άη-Νικολός-ο-Μελαγχολικός ψέλλισαν μ’ ένα στόμα οι θαμώνες και σταυροκοπήθηκαν, γιατ’ είχε τη θλίψη σα μελάνι χυμένη σε στουπόχαρτο. Οι κουβέντες κόπηκαν μαχαίρι. Ο καπετάν Μανιάς έγνεψε του Παντελή –που γρατζούναγε από το πρωί έναν μονότονο σκοπό στον τζουρά του- να πιάσει ποτήρι για τον ξένο. Από μένα -του είπε- και ύψωσε το δικό του. Τον κάλεσε και στο τραπέζι του. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, παππούλη; τον ρώτησε αναψοκοκκινισμένος, και του αράδιασε την ιστορία του, το και το, γλείφοντας όλο πάθος τα χείλη του.

Εσένα, από πού κρατά η σκουφιά σου, έτσι για να ’χουμε καλό ρώτημα… Φωτοστέφανο μια φορά δεν βλέπω να φοράς. Ο γέροντας κάτι προσπαθούσε να πει, μασούλαγε σα στραγάλια τα λόγια του, μην ξέροντας πώς να ξεκινήσει την κουβέντα.

Ο καπετάνιος κατάλαβε πως τον έφερε σε δύσκολη θέση και άρχισε να γελάει μ’ ένα ανάρμοστο γέλιο, κοροϊδεύοντας το παρατσούκλι του. Όχι, μην είσαι και γοργόνα… και τα σάλια του τινάχτηκαν από το στόμα του, όπως η βροχή που ράπιζε τον φάρο.

Τα κουρασμένα φώτα στο καφενείο άναψαν. Βάρυνε ο μαύρος ουρανός. Ο καιρός αγρίεψε για τα καλά και ένα δρολάπι χαστούκιζε τα τζαμιλίκια. Ο γέροντας συννεφιασμένος απ’ τα λόγια κατέβασε μονορούφι την κερασμένη τσικουδιά, ευχαρίστησε με ένα νεύμα της κεφαλής του κι έκανε στροφή να φύγει. Μισός μέσα μισός έξω, κοντοστάθηκε στρέφοντας τη ματιά του εκεί που καθόταν ο άλλος: Χρόνια και χρόνια θαλασσόλυκος, καπετάν Μανιά, και νομίζεις ότι ξέρεις τη θάλασσα… Σαν το θέλουν οι θεοί λυγίζεις τα γόνατα· κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει*… Μετά, χωρίς άρμενα και κουπιά, Άη-Nικόλα βόηθα! Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα και χάθηκε περπατώντας στους θυσάνους των αφρών.

Ποιος είναι τούτος ο ξεκούδουνος, ρώτησε ανταριασμένος τον Παντελή. Μες στη στενάχωρη σιωπή που απλώθηκε τριγύρω σαν γενική αποδοκιμασία, οι υπόλοιποι –σφιγμένα χείλη- δεν σήκωσαν κεφάλι απ’ τα χαρτιά κι ο καφετζής ξανάπιασε τον τζουρά του. Η βροχή δυνάμωνε.

 * Στίχοι από το «Μυθιστόρημα, ΙΣΤ’» του Γιώργου Σεφέρη.