Από τον Μέλβιλ στον Χώθορν

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 19.10.18 ]

 Μέρος Δεύτερο

Αλλά επιστρέφοντας στον Χώθορν και τον Μέλβιλ (στενοί φίλοι και οι δύο εξάλλου) μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και οι δύο αναπτύσσουν τις δύο συνιστώσες του αμερικανικού παραδείγματος που παραπέμπει τόσο στην κρατική καταστολή όσο και στον μετασχηματισμό του κόσμου, στην ίδρυση δηλαδή μιας νέας παγκόσμιας πολιτείας δια της χριστιανικής πειθαρχίας και της αυτοδιάθεσης μέχρις εσχάτων στο σκοπό αυτό. Και οι δύο, με άλλα λόγια, εκφράζουν τις δύο συνιστώσες, τους δύο πολιτιστικούς υποκώδικες, το ένδον και το έξω, το «θηλυκό» και το «αρσενικό»[1] που συνθέτουν τον ενιαίο αμερικανικό πολιτισμικό κώδικα. Ο Ισμαήλ στο Μόμπι-Ντικ ήταν ο μόνος που σώθηκε (για να διηγηθεί) από το κυνήγι της άσπρης φάλαινας-σκοπού. Αλλά η φάλαινα με την οποία αναμετρώνται οι Αμερικανοί δεν είναι παρά η κατάκτηση του κόσμου από τον «περιούσιο λαό» στο όνομα του Θεού, μια θρησκευτική πίστη, μια «υπερ-απόλαυση» του σκοπού μέχρι θανάτου. Ο στόχος επενδύθηκε με μια λευκή ιδέα, όπως η τεράστια λευκή φάλαινα του Μέλβιλ, ή όπως η θεία αποστολή της επέκτασης της Νέας Ιερουσαλήμ σε ολόκληρο τον κόσμο, την οποία προβάλλουν σήμερα οι τηλε-κήρυκες. Η Έστερ του Χώθορν, αντίθετα, θα εκφράσει την «ανάπτυξη» με «θηλυκό τρόπο», δηλαδή ιδεαλιστικό τρόπο.

 ΜΕΛΒΙΛ, ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ, ΧΩΘΟΡΝ

 Η σχέση ιδεαλισμού και ρεαλισμού, πίστης και μη πίστης, των «πάνω», των αξιωματούχων των αμερικανικών καραβιών, που βρίσκονται στη γέφυρα, και των «κάτω», του πληρώματος, και η σχέση μεταξύ του πάθους και του έρωτα, του Εγώ και του Εμείς είναι διαχρονικά «δίδυμα» που άλλοτε αντιμετωπίζονται αντιθετικά και άλλοτε συνθετικά, διαλεκτικά. Αυτό συμβαίνει τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Το «σαντσοκιχοτικό» πρόσωπο της Ισπανίας σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Νίκου Καζαντζάκη το μαρτυρεί. Στη διαλεκτική προσέγγιση έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τη δοσολογία ρεαλισμού και ιδεαλισμού σε διαφορετικά πεδία σύνθεσής τους, όπως είναι η Ευρώπη και η Αμερική. Με άλλα λόγια ποιο είναι το περιεχόμενο της «ιπποτικής πίστης» του Ευρωπαίου Κίρκεγκωρ με τη θρησκευτική πίστη του Αμερικανού Χ. Μέλβιλ; Τι είναι η φάλαινα του Μέλβιλ και οι ανεμόμυλοι του Δον Κιχώτη; Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια τεράστια «δαπάνη μεγαλείου». Η διαφορά έγκειται στη διαφορετική σχέση λογικής και φαντασιακού, ή καλύτερα φαντασίας και πραγματικότητας. Στην ευρωπαϊκή περίπτωση έχουμε μια αύξουσα πνευματικοποίηση σε βάρος της πραγματικότητας. Οι «ονειροπόλοι» του Ουάιλντ επιβάλλονται στους ανθρώπους της δράσης. Στην Ευρώπη, όπου η σκέψη έχει την πρωτοκαθεδρία, το νόημα της ζωής θα είναι το ατέλειωτο κυνήγι της επιθυμίας του άλλου και η ιστορία (συλλογική και ατομική) θα καταστεί μία σειρά από επιδιωκόμενες επιθυμούμενες επιθυμίες, μία διεκδίκηση-επιθυμία των επιθυμιών των άλλων. Όλα εδώ παίζονται πρώτα στο κεφάλι και υπάρχει ένα «μένος υπάρξεως» που παραπέμπει σε έναν «εγκεφαλικό κοχλασμό» λόγω του αυτοπληθωρισμού των επιθυμιών, όπως στον μαρκήσιο Ντε Σαντ, ή την αδυναμία επιλογής όπως στον Άμλετ, ή τη ρομαντική εκδοχή του απόλυτου, του ρομαντικού απόλυτου που ενσαρκώνει ο Δον Κιχώτης, ως ένας δρων ονειροπόλος. Ο Δον Κιχώτης θα προσπαθήσει να βρει διέξοδο από την ανία και τον αριστοκρατικό εκφυλισμό της Ευρώπης με μια φυγή προς το μεγάλο κόσμο των ηρωικών πράξεων και της περιπέτειας. Αλλά το φαντασιακό έχει ήδη καταστεί υπερτροφικό και παραμορφώνει την πραγματικότητα, που διογκώνεται και στρεβλώνεται κάτω από τα χτυπήματα της περιπαθούς μανίας και του υπερδιεγερμένου, ευρωπαϊκού αισθησιασμού. Εδώ έχουμε την Ευρώπη και τις αυτοκρατορίες της, τις αριστοκρατίες, την ιεραρχία, τον κληρικαλισμό, γενικά τους «πάνω» με όλα τα χαρακτηριστικά της παρακμής τους. Όλοι κάτι κάνουν, όχι για να δημιουργήσουν, αλλά για να ξεφύγουν από την ανία. Οι Ευρωπαίοι ιππότες, που έχουν αποσυρθεί στις Αυλές, δεν δρουν πλέον, αλλά διαβάζουν ιπποτική λογοτεχνία, βιώνοντας την Vita Contemplativa! Η Αμερική, αντίθετα, «Είναι η χώρα που αποζητούν όλοι εκείνοι στους οποίους προκαλεί ανία το ιστορικό οπλοστάσιο της γηραιάς Ευρώπης. Ο Ναπολέων φέρεται να είπε: Cette vieille Europe m’ ennui (Αυτή η γηραιά Ευρώπη μου προκαλεί ανία)». Έτσι, περιγράφει την ευρωπαϊκή ανία ο Χέγκελ που βεβαίως δεν περιορίζεται σ’ αυτή αλλά αναφέρει και τους οικονομικούς λόγους της μετανάστευσης των Ευρωπαίων αριστοκρατών στην Αμερική. Η ανία και ο αριστοκρατικός εκφυλισμός θα είναι ένας από τους τρόπους εκδήλωσης της παρακμής ενός πολιτισμού, όπως θα πει και ο Βέρνερ Ζόμπαρτ («Ο Αστός»).

Στην αμερικανική περίπτωση, όπως την περιγράφει ο Μέλβιλ (κι εκεί σήμερα υπάρχουν ανάλογα χαρακτηριστικά παρακμής), έχουμε αρχικά την πρωτοκαθεδρία της δράσης, αποκαθαρμένης από τη στρέβλωση του υπερδιογκωμένου δονκιχωτικού ευρωπαϊκού φαντασιακού, αλλά και από τις λογικές αρχές και τις αξίες της ευρωπαϊκής ουμανιστικής παράδοσης, που αντικαθίστανται από τη μεταφυσική-θρησκευτική βεβαιότητα και την άκαμπτη πίστη του πουριτανισμού ( εδώ ισχύει το «πάθος της πίστης» του Κίρκεγκωρ). Το λογικό σκέλος της δράσης, που είναι η εξολόθρευση της φάλαινας, ακυρώνεται εντελώς από το παράλογο κόστος, την οικολογική και ανθρωπολογική αυτό-καταστροφή. Όμως, το κυνήγι της «λευκής ιδέας» και η ακλόνητη πίστη σ’ αυτό παρέχει την ανυπέρβλητη «υπεραπόλαυση» στον πιστό, που μετρά τα πάντα ως «θέλημα του Θεού» ή της ιστορίας, φθάνοντας έτσι στον φανατικό που «απολαμβάνει» και το θάνατό του! Διαπιστώνουμε εδώ ότι δεν είναι μόνο ο ισλαμιστής που απολαμβάνει το θάνατό του, αλλά και ένας χριστιανός φονταμενταλιστής.

Ο Μ. Κούντερα[2] όταν ψηφίζει υπέρ του «Δον Κιχώτη» επειδή συμβολίζει την α-νοησία να «χρησιμοποιείς την ιδεολογία ως δόγμα», την ανοησία να πεθαίνεις για ιδεοληψίες, δεν αντιλαμβάνεται αυτό που σημειώνει ο Σλαβόι Ζίζεκ, ότι δηλαδή ο Δον Κιχώτης δεν «απολαμβάνει» την ηδονή, όπως ένας κοσμικός (ηδονιστής χωρίς καρδιά όπως θα έλεγε ο Μ. Βέμπερ), αλλά «υπερ-απολαμβάνει» μέσω της εμμανούς πίστης του σε απόλυτες βεβαιότητες την αντιπαράθεση με τους ανεμόμυλους-εχθρούς, τους φαντασιωσικούς εχθρούς.

Μεταφερόμενοι στο σήμερα θα λέγαμε ότι η Αμερική έχει μια πίστη, έστω φονταμενταλιστική, ενώ η Ευρώπη δεν έχει πλέον μια πίστη να αντιπαραθέσει (οι πίστεις των Ευρωπαίων στις αστρολογίες του Ντεμπρέ δεν είναι πίστη αλλά θραύσματα δεισιδαιμονιών). Η εκκοσμικευμένη ευρωπαϊκή σοσιαλιστική ουτοπία (δηλαδή μία πολιτική θρησκεία) έχει ηττηθεί, από την δήθεν (εικονική) πραγμάτωση της αμερικανικής ουτοπίας, που είναι μια πίστη της πραγματοποίησης αλλά και η νίκη μιας αντίστοιχης πολιτικής θρησκείας που κατάφερε να συνθέσει με πρωτότυπο τρόπο τη θρησκευτική και την πολιτική (πατριωτική) πίστη. 

Εκείνο που λείπει σκανδαλωδώς από το υπερβολικά σοβαρό μέχρι σκοταδισμού ύφος του πουριτανικού προτεσταντικού «τρελού του Θεού» ή της ιστορίας, του Αμερικανού Δον Κιχώτη είναι η ειρωνεία και η παιγνιώδης χαρά της ζωής, που υπάρχουν στον Ευρωπαίο Δον Κιχώτη. Στην Αμερική κυριαρχούν οι «πιστοί», ενώ οι «είρωνες»-αμφισβητίες[3] δεν υπάρχουν, ή είναι αποκλεισμένοι από μια θρησκεία που έχει εξορίσει το γέλιο. Ο Γούντι Άλεν θα αναγνωριστεί πρώτα στην Ευρώπη και μετά στις ΗΠΑ. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Νόαμ Τσόμσκι. Στις ΗΠΑ κυριαρχούν, απολύτως, οι πιστοί.

Αλλά η προσφυγή στην πίστη, δηλαδή στην «αδύνατη απόλαυση», είναι μια «υποκειμενική τρέλα», όπως σημειώνει ο Κίρκεγκωρ, δηλαδή μια λογική τρέλα (από εδώ και ο όρος «λογικός ανορθολογισμός» για την πολιτική του Λευκού Οίκου), ένας τρόπος αποφυγής της τρέλας με τη δημιουργία μιας «αντι-τρέλας», όπως δημιουργούμε την «αντιπυρά» για να σταματήσουμε τη φωτιά

  Ο Χώθορν έχει ήδη μιλήσει για την έλλειψη της χαράς και την «πένθιμη χροιά που αναμφίβολα χαρακτήριζε τα ήθη και τα έθιμα εκείνης της εποχής». Αλλά σύμφωνα με τον συγγραφέα οι πρώτοι μετανάστες στην Αμερική δεν απέκλειαν εντελώς τη χαρά, καθώς είχαν βιώματα από τους χαρούμενους προγόνους του τόπου προέλευσής τους. Αλλά «Οι αμέσως επόμενοι, η γενιά μετά τους πρώτους μετανάστες, φόρεσε την πιο μαύρη απόχρωση του Πουριτανισμού και σκοτείνιασε τόσο πολύ το πρόσωπο του έθνους, που όλα τα μετέπειτα χρόνια δεν έφτασαν για να το ξανοίξουν. Μένει ακόμα να μάθουμε τη λησμονημένη τέχνη της χαράς»[4]. Ο Χώθορν περιγράφει περίφημα τη σχέση του Θεού με τις κοινότητες, των γιων των Εποίκων με τις κοινότητες των νέων μεταναστών, που ιδρύονται στις «άγριες ερημιές» της Νέας Αγγλίας και οι οποίες πρέπει να ελεγχθούν, εντασσόμενες σ’ ένα μη συγκροτημένο και ρευστό κοινωνικό και εθνικό μόρφωμα (όλα αυτά το 1850). Γι’ αυτό οι ιερείς ήταν υποδουλωμένοι σ’ ένα πνεύμα προφητικό (δεν είναι τυχαίο το όνομα «ενθουσιαστικοί» που τους δόθηκε) και σ’ ένα σκοπό με τρόπο απόλυτο όπως οι παλιοί προφήτες του Ισραήλ, με μόνη διαφορά ότι, εκεί που οι εβραίοι προφήτες προμήνυαν κρίσεις και συμφορές για τη χώρα τους, αποστολή δική τους ήταν να αναγγέλλουν «ένα υψηλό και ένδοξο πεπρωμένο για τον νεοσύστατο λαό του Θεού». Το ίδιο πεπρωμένο διακήρυττε και ο Ουόλτ Ουίτμαν όχι από την πλευρά του Θεού αλλά από την πλευρά της Ιστορίας και του Χέγκελ. Η ιδρυτική πράξη γέννησης του νέου «εκλεκτού (περιούσιου) λαού» βρίσκεται εδώ, στο εκ του Θεού ή εκ της ιστορίας πεπρωμένο-αποστολή. Η έννοια-πίστη στον «περιούσιο λαό» θα αποτελέσει τον κοινοτικό δεσμό, τη βάση του αμερικανικού Εμείς. Η διάδοση και εμπέδωση αυτής της πίστης ήταν υπόθεση του πάστορα-ιεροκήρυκα και της πουριτανικής πύρινης γλώσσας του, αλλά και της «παιδιάστικης πίστης και αφοσίωσης» των ανθρώπων εκείνης της εποχής αλλά και της σημερινής στους ηγέτες του. Οι ποιητές θα καλύψουν το χώρο των άθεων.

ΤΟ ΓΙΝ, ΤΟ ΓΙΑΝ ΚΑΙ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ

 Το ιστορικό υποκείμενο της αλλαγής της κοινωνίας σύμφωνα με τον Ν. Χώθορν είναι η Γυναίκα. Στο πίσω μέρος της σκηνής βρίσκεται η «θηλυκή» προοπτική, βρίσκεται η Έστερ, η γυναίκα που δεν προφητεύει αλλά προαναγγέλλει μια νέα εποχή, όπου «μια καινούργια αλήθεια θα φανερωνόταν για να θεμελιώσει ολόκληρη τη σχέση ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα σε ένα πιο στέρεο έδαφος αμοιβαίας ευτυχίας…»[5]. Ο Χώθορν εντάσσει τις σχέσεις των δύο φύλων στο ευρύτερο κοινωνικό και εν μέρει πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Έτσι, κάνοντας μια αναγωγή, θα λέγαμε ότι στη νέα εποχή η γυναίκα θα πάψει να είναι η μαγική αρχή για τον άντρα (Μπαχτίν), θα περάσει πιθανόν από το στάδιο να είναι η μαγική αρχή για την ίδια τη γυναίκα (αυτοαναφορικότητα των δύο φύλων) με τον αντρικό τρόπο του «κυνηγού-φονιά», όπως εκδηλώθηκε στον φονταμενταλισμό του φεμινιστικού κινήματος, ώσπου να καταλήξει ενδεχομένως σε μία ολιστική, απομαγευμένη αρχή, που θα είναι ο φορέας ενός άλλου τύπου ανθρώπου και κοινωνίας. Έτσι, η γυναίκα μοιάζει να είναι το περιθώριο, μια κοινωνικά αποκλεισμένη ακόμη και όταν η οικογένειά της ανήκει στους «πάνω». Αυτή είναι η κατώτατη στάθμη της κοινωνικής βαθμίδας, που ως εκ της θέσεώς της θα μπορούσε να είναι ο φορέας όλων των αιτημάτων των υπερκείμενων, καταπιεζόμενων βαθμίδων και ως εκ τούτου να γίνει το ιστορικό υποκείμενο του μέλλοντός μας. Έτσι, έβλεπε τα πράγματα ο Χώθορν από τη θέση του. Σήμερα, βέβαια, στις ΗΠΑ και σε ολόκληρο τον κόσμο, το ιστορικό υποκείμενο είναι οι μετανάστες (γυναίκες και άντρες). Αυτοί που είναι πάνω στη σχεδία του Στήβενσον και πολιορκούν τον πρώτο κόσμο, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αλλά τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη θα βρίσκουν συμμάχους τους μεγαλοφάρμερς που τους εκμεταλλεύονται και αντιπάλους και πάλι τους παλιότερους μετανάστες αλλά και τους γηγενείς «κάτω».

Σε κάθε περίπτωση, η άποψη του Μέλβιλ («αρκεί να γράφεις σαν άντρας και θα γράφεις σαν Αμερικανός») επικράτησε της «θηλυκής» προσέγγισης του Χώθορν. Ο Μόμπι-Ντικ θα γίνει ο μύθος του αυτοκρατορικού μοντέλου, που διαπερνά το σύνολο της ιστορίας και της κουλτούρας των ΗΠΑ και είναι, συγχρόνως, μία «μαθητεία στον ιμπεριαλισμό». Ο φαλλοκρατισμός του Μέλβιλ είναι προδήλως εξωστρεφής και επιθετικός. Γι’ αυτό ταιριάζει απόλυτα στη νέα χώρα που έχει κόψει τον πολιτισμικό ομφάλιο λώρο της από την Ευρώπη και ανοίγει τη δική της αυτόνομη περπατησιά της ενηλικίωσης. Αντίθετα, ο «θηλυκός λόγος» του Χώθορν είναι εσωστρεφής. Το αυτοκρατορικό μοντέλο του Μέλβιλ διαφέρει πάλι από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό (του έποικου-αποικιοκράτη Ροβινσώνα Κρούσου[6]) γιατί αντιστοιχεί σε μία κοινωνία εποίκων και μεταναστών, δηλαδή «εξόριστων» και «απόβλητων», ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα ατόμων που ενώ κινούνται κατά μόνας προσπαθούν να υπάρξουν στο κενό της ιστορίας από κοινού χωρίς όμως καμία κοινή αναφορά). Έτσι, το Πίκουοντ, θα είναι η φυγή της αμερικανικής κοινωνίας από την Αμερική προς τον κόσμο.

Ακόμη περισσότερο, ο Μόμπι-Ντικ του Μέλβιλ θα εκφράσει σύμφωνα με τον Έντουαρντ Σαΐντ το πάθος «για την εξάλειψη κάθε συμβιβασμού, κάθε μέσης λύσης, κάθε επιλογής που δεν ταυτίζεται με την απόλυτη θέληση να κινηθείς, να προχωρήσεις»[7]. Να και πάλι η ανάπτυξη, η συνεχής ανάπτυξη, η συνεχής πτώση των συνόρων. Εδώ βρισκόμαστε πλέον στον αστερισμό της «απόλυτης βούλησης», της καθαρής Πράξης, στην καρδιά του Πραγματισμού και ενός Θεού της δύναμης, βρισκόμαστε στον αστερισμό της απόλυτης πεποίθησης, χωρίς αιτιολογία και απολογία, ότι το «μόνο μέγεθος είναι η ανάπτυξη» (Ουίτμαν). 

Εν προκειμένω ισχύει ότι περιέγραψε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Αμερικανός ιστορικός, Frederick J. Turner: «Η αμερικανική ανάπτυξη ήταν μία διαρκής επανέναρξη με τη συνεχή ανατροπή των συνόρων... Αυτή η διαρκής αναγέννηση, αυτή η ρευστότητα της αμερικανικής ζωής τροφοδοτούσε τις αμερικανικού τύπου κυρίαρχες δυνάμεις [...]. Τα σύνορα είναι η γραμμή της μέγιστης ταχύτητας μιας αποτελεσματικής αμερικανοποίησης». Με άλλα λόγια, τα όρια (σύνορα) τίθενται κάθε φορά ως ο επιδιωκόμενος στόχος, τίθενται για να ανατραπούν. Πέραν του ατομικού πεδίου, σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο η «αναγέννηση» σημαίνει τη συνεχή επέκταση, την αδιάλειπτη «ανατροπή των συνόρων», την «αμερικανοποίηση», όπως τονίζει ο Turner. Αλλά η «αναγέννηση» είναι και ένα «πάμε γι’ άλλα», η ανάγκη να συνεχίσουμε τη δράση, την «Ανάπτυξη» παρά και πέρα από τα οδυνηρά αποτελέσματα της προηγούμενης αποτυχημένης δραστηριότητας.

 Η ιδέα του περιούσιου λαού διαπερνά ολόκληρη την αμερικανική ιστορία κι έγινε το λαϊτμοτίφ του αμερικανικού ονείρου. Ο Χέρμαν Μέλβιλ έγραφε το 1850 στο βιβλίο του White-jacket: or, the World in a Man-of-War (Λευκό-Δέρμα: ή ο κόσμος σ’ ένα πολεμικό ιστιοφόρο-ιδού και το αεροπλανοφόρο): «Εμείς οι Αμερικανοί είμαστε ο ξεχωριστός, ο περιούσιος λαός –το Ισραήλ της εποχής μας, φέρουμε την κιβωτό των Ελευθεριών του κόσμου… ο Θεός μας έδωσε, ως μελλοντική κληρονομιά, τις ευρείες επικράτειες των πολιτικών παγανιστών που θα έρθουν και θα τεθούν υπό τη σκέπη της κιβωτού μας, χωρίς να υψωθούν ματωμένα χέρια…»[8]. Από τη μία, λοιπόν, οι πολιτικοί παγανιστές του… Θεού και από την άλλη η «κιβωτός των ελευθεριών», η ελευθερώτρια Αμερική, που όμως παρά τις ειρηνικές προθέσεις του Μέλβιλ, πλέει μέσα σε ποταμούς αίματος. Τελικά, η ιδέα του «περιούσιου λαού» ήταν «η κινητήρια δύναμη της αμερικανικής αυτοπεποίθησης» παρατηρεί ο Τσόμσκι, ο Ρίφκιν, όλοι. Μόνο ο Χ. Θορώ[9] θα προβλέψει με οξυδέρκεια την εξέλιξη των ΗΠΑ, μιλώντας μέσω της παραβολής των δύο φυλών μυρμηγκιών: «από τη μια οι κόκκινοι δημοκρατικοί, από την άλλη οι μαύροι ιμπεριαλιστές». Ο Θορώ επισημαίνει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της αμερικάνικης πολιτικής αλλά και το περίφημο ιδεολογικό της περίβλημα, τον αμερικάνικο «πατριωτισμό», ήδη από το 1840: «…είναι πατριώτες, μπορούν και θυσιάζουν το μεγάλο για το μικρό… Ο πατριωτισμός είναι ένα σκουλήκι που τους τρώει το κεφάλι. Τι άλλο νόημα είχε εκείνη η εξερευνητική αποστολή στις νότιες θάλασσες;» Ο Θορώ αναφέρεται στην αποστολή του αμερικανικού ναυτικού στο νότιο Ειρηνικό το 1838-1842, την οποία καταδικάζει. Γι’ αυτό, αντί της «εξερεύνησης» αυτής, προτείνει την εξερεύνηση της «προσωπικής θάλασσας, τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό της μοναξιάς του (ανθρώπου)». Να και πάλι το άτομο, το Πρόσωπο και οι σχέσεις του ως κέντρο αναφοράς. Από τότε ο Θορώ επισήμαινε «Πόσο γελοία είναι η απαίτηση της Αγγλίας και της Αμερικής να μιλά ο κόσμος με τρόπο που να τον καταλαβαίνουν! Ούτε οι άνθρωποι ούτε τα μανιτάρια μεγαλώνουν έτσι». Ποιος ξέρει, όμως, σήμερα, τον Θορώ;                                 



[1] Για να γράφεις σαν Αμερικανός αρκεί να γράφεις σαν άντρας λέει ο Μέλβιλ. Ενώ το μέλλον για τον Χώθορν είναι η Γυναίκα.

[2] Ένας από τους «εκατό» που ψήφισαν τον Δον Κιχώτη ως το καλύτερο μυθιστόρημα όλων των εποχών.

[3] Η Τζούλια Κρίστεβα διακρίνει του Ξένους σε «πιστούς» και «είρωνες»

[4] Ν. Χώθορν: Το άλικο γράμμα

[5] Ν. Χώθορν: Το άλικο γράμμα

[6] Ο Χέγκελ κάνει τη διάκριση μεταξύ της Βόρειας Αμερικής που εποικίσθηκε και της Νότιας (λατινικής) Αμερικής που κατακτήθηκε

[7] Ε.Σαΐντ: Ο κόσμος, το κείμενο και ο κριτικός

[8]Το αναφέρει ο Τζέρεμι Ρίφκιν: Το ευρωπαϊκό όνειρο.

[9] Χ. Ντ. Θορώ: Walden ή η ζωή στο δάσος

Πηγή: Homo Americanus, 2008